Εκκλησία Κύπρου - Κατάρ: Επενδύσεις μαμούθ σε Πάφο και Λεμεσό

Θεού και Αλλάχ θέλοντος... χρυσοφόρες θα είναι οι επενδύσεις της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου με τους Εμίρηδες του Κατάρ...

Οι επενδύσεις που σχεδιάζει η Εκκλησία της Κύπρου με το Κατάρ δεν περιορίζονται μόνο στην περιοχή της Αγίας Νάπας, όπως πρώτο αποκάλυψε το InBusinessNews, αλλά θα αφορούν και άλλα projects στις επαρχίες Πάφου και Λεμεσού. Συγκεκριμένα σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του InBusinessNews στα σκαριά βρίσκεται επένδυση €500 εκ. σε γη 30 σκάλων απέναντι από το Aliathon Holiday Village στη Λεωφόρο Ποσειδώνος στην Πάφο, αλλά και επένδυση €100 εκ. στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού.


Αναλυτικά, για το παφίτικο φιλέτο η αξία του οποίου κοστολογείται στα €100 εκ. έγινε συνάντηση την προηγούμενη εβδομάδα μεταξύ του πρέσβη του Κατάρ στην Κύπρου και του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στην οποία εκφράστηκε η βούληση του αραβικού εμιράτου να εκμεταλλευτεί το συγκεκριμένο ακίνητο για σημαντική ανάπτυξη.


Όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε προτάθηκε η κατασκευή 5στέρου ξενοδοχείου, αλλά και η κατασκευή πολυτελών επαύλεων. Το μοντέλο αυτό στην ουσία θα μοιάζει με αυτό που υπάρχει σήμερα στο ξενοδοχείο Le Meridien στη Λεμεσό, το οποίο άρεσε πολύ στους Καταρανούς κατά την πρόσφατη τους επίσκεψη στο νησί μας (διέμειναν εκεί).


Όσον αφορά στην επένδυση που θα γίνει στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού, εκτός από την Εκκλησία και το Κατάρ θα έχουν κουμπάρο και το Δήμο Λεμεσού αφού μέρος της γης του ανήκει. Εκεί προβλέπεται η κατασκευή μεγάλου παιδότοπου, εστιατορίων και κέντρων αναψυχής το κόστος της οποίας θα αγγίζει τα €100 εκ.


Τέλος, σύμφωνα με τα όσα μας ανέφερε καλός γνώστης του θέματος, ο απώτερος στόχος του Αρχιεπίσκοπου μέσω αυτών των επενδύσεων, είναι η Εκκλησία να καταστεί ο μεγαλύτερος εργοδότης της Κύπρου, καθώς θεωρεί πως με τον τρόπο αυτό θα αυξήσει τον αριθμό των πιστών της. Τώρα το ότι ο συνέταιρος στα έργα αυτά θα είναι μουσουλμάνος, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.


http://www.sigmalive.com/inbusiness/news/financials/270992

Το Κατάρ έρχεται..... η Κύπρος φεύγει.



Στο πρώην στρατόπεδο της Στρατονομίας στη Λευκωσία, απέναντι από το ξενοδοχείο Hilton, οι εμίρηδες του Κατάρ θα χτίσουν ξενοδοχειακό συγκρότημα και καζίνο αξίας πάνω από 500 εκ. €. Η συμφωνία σε κρατικό επίπεδο με το Κατάρ προβλέπει την εκχώρηση κρατικής γης για 99 χρόνια με ενοίκιο 100 λίρες το χρόνο και δικαίωμα ανανέωσης της σύμβασης από τον ιδιώτη επενδυτή. Αναρωτιέται κανείς... υπό αυτές τις προϋποθέσεις η γη τελικά σε ποιον θα ανήκει; Σίγουρα όχι στο κράτος. Είναι άλλο η αξιοποίηση της κρατικής ακίνητης περιουσίας με την προσέλκυση επενδυτών και άλλο η αποξένωση του κράτους από τα περιουσιακά του στοιχεία. Με άλλα λόγια το Κυπριακό κράτος βάζει το οικόπεδο των 100 εκ. € και το Κατάρ θα βάλει 50 εκ. € και θα είναι από την πρώτη κιόλας ημέρα συνέταιροι επί ίσοις όροις. Ποιος φωστήρας το σκέφτηκε αυτό ρε παιδιά; Μιλάμε για το δημόσιο συμφέρον ή.... για το συμφέρον κάποιων του δημοσίου;;; Ο κατασκευαστικός τομέας πάντοτε αποτελεί πρόσφορο έδαφος για κάθε είδους.... λαμογιές και εξυπηρετήσεις.

Το νομοσχέδιο που θα καλύπτει και τη συμφωνία Κύπρου - Κατάρ και που δίνει το πράσινο φως για την αποξένωση της κρατικής ιδιοκτησίας σε ιδιώτες, εκκρεμεί στη Βουλή. Μάλιστα το ΑΚΕΛ, σε μια πρόσφατη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εσωτερικών, κατέθεσε και ειδική εισήγηση για την τροποποίηση του "Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου" σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση κρατικής περιουσίας, ώστε να καλύπτει αποκλειστικά και μόνο τη συνεργασία της Κυβέρνησης Χριστόφια με το Κατάρ, με στόχο να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες στη συγκεκριμένη επένδυση. 

Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, οι μίζες "δίνουν και παίρνουν", στα διάφορα πολιτικά στελέχη της Κυβέρνησης Χριστόφια (και όχι μόνο). Από τον χορό των πετροδολλαρίων δε θα μπορούσε να λείπει και η Αρχιεπισκοπή της Κύπρου, οι ιερές μπίζνες της οποίας θα μπορούσαν άνετα να της κατοχυρώσουν μία θέση στο περιοδικό Forbes, στη λίστα με τις πλουσιότερες στον κόσμο (αν υπήρχε τέτοια λίστα).

Για να δούμε πώς έχουν τα πράγματα, επίσημα... επιφανειακά δηλαδή, διότι το "ζουμί" καταλάβαμε όλοι πού είναι.

Αντιγράφουμε από τη Sigma Live:

22/04/2010 και υπέγραψε συνεταιρισμό με την Κύπρο για κτιριακό συγκρότημα 500 εκ. ευρώ. Η πρώτη φάση του έργου, είπε ο επικεφαλής του Mohamed Bin Ali Al Hekfag, που θα είναι το πολυτελές ξενοδοχείο στη Λευκωσία, θα τελειώσει σε 30 μήνες.

ΤΗΣ ΝΑΝΣΙΑΣ ΠΑΛΑΛΑ
 
Σε κόκκινο χαλί ήρθε το Κατάρ


Έργο που θα στοιχίσει συνολικά 500 εκατομμύρια ευρώ και θα καταλαμβάνει έκταση 55.000 τετραγωνικών μέτρων, είναι αυτό που η κυπριακή κυβέρνηση και η κυβέρνηση του Κατάρ συμφώνησαν χθες να ανεγείρουν από κοινού στην περιοχή απέναντι από το Χίλτον, στη Λευκωσία. Μάλιστα, το Κατάρ ανέλαβε να ολοκληρώσει την πρώτη φάση του όλου έργου, την ξενοδοχειακή μονάδα πέντε αστέρων, σε τριάντα μήνες από την ημέρα που θα αρχίσει η εκτέλεσή του. Κύπρος και Κατάρ θα είναι συνεταίροι στην κοινοπραξία που έχει συσταθεί για το σκοπό αυτό, με συμμετοχή 50%-50%.

Το όλο project, όμως, θα τεθεί προς συζήτηση στη Βουλή, μια και η γη στην οποία θα ανεγερθεί είναι κρατική. Όπως ελέχθη χθες από τον υπουργό Εμπορίου Αντώνη Πασχαλίδη, η συμφωνία με το Κατάρ προνοεί όπως η Κύπρος συμμετέχει με την παραχώρηση της γης και το Κατάρ με την ανάληψη του κόστους της ανέγερσης του πολυτελούς συγκροτήματος.

"Εμείς θα βάλουμε τη γη και το Κατάρ τα χρήματα", είπε ο Αντώνης Πασχαλίδης.

Η τελετή στο Προεδρικό


Η επίσημη τελετή της υπογραφής της συμφωνίας για το έργο αυτό, καθώς και άλλης μιας που αφορά τις αερομεταφορές, καθώς και τεσσάρων μνημονίων έγινε χθες, λίγο πριν από το μεσημέρι, στο προεδρικό μέγαρο στη Λευκωσία. Αμέσως μετά σε δηλώσεις του, ο Πρόεδρος Χριστόφιας εξέφρασε την ικανοποίησή του για τις συμφωνίες που υπογράφηκαν, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στην κοινή επένδυση για οικοδόμηση του συγκροτήματος απέναντι από το Χίλτον. Τα δύο μνημόνια αφορούν σε συνεργασία με το Υπουργείο Συγκοινωνιών, το Υπουργείο Εργασίας και το Υπουργείο Εμπορίου. Μνημόνιο συνεργασίας υπογράφηκε και με το ΚΕΒΕ για ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών, καθώς και με το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής, για ανάπτυξη της συνεργασίας στους τομείς έρευνας και ανάπτυξης.

«Η συγκεκριμένη συμφωνία καταδεικνύει τη ραγδαία ανάπτυξη στις σχέσεις των δύο χωρών», είπε ο Δ. Χριστόφιας αμέσως μετά τις υπογραφές και πρόσθεσε ότι Κύπρος και Κατάρ θα εργαστούν για περαιτέρω ενδυνάμωση των μεταξύ τους σχέσεων. Παράλληλα, ο Πρόεδρος ενημέρωσε τον Εμίρη του Κατάρ Σεΐχη Hamad Bin Khalifa Al Thani για τις εξελίξεις στο Κυπριακό και τις επίπονες προσπάθειες για λύση. Δήλωσε ευχαριστημένος για την κατανόηση που επέδειξε ο Εμίρης και του ζήτησε, λόγω των στενών σχέσεών του με την Τουρκία, να προσπαθήσει να πείσει την Άγκυρα για το καλό και τον δύο κοινοτήτων να επιτευχθεί δίκαιη και βιώσιμη λύση.

Από την πλευρά το ο Σεΐχης Hamad Bin Khalifa Al Thani εξέφρασε ευχαριστίες για την υποδοχή και δήλωσε ευτυχής για την υπογραφή των συμφωνιών. Είπε, επίσης, ότι στηρίζει τις προσπάθειες για λύση στο κυπριακό πρόβλημα, το οποίο, όπως είπε, χρονίζει. Πρόσθεσε ότι η λύση πρέπει να στηρίζεται στα ψηφίσματα των Η.Ε. και να είναι προς όφελος και των δύο κοινοτήτων, κι εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι και η Τουρκία επιθυμεί λύση στο Κυπριακό και ότι θα συμβάλει προς αυτήν την κατεύθυνση.

"Δεν θα ήταν άσχημο να επενδύσουμε εδώ"

Ο επικεφαλής του έργου Mohamed Bin Ali Al Hekfag δήλωσε ότι η απόφαση λήφθηκε με βάση την οικονομική κρίση, από την οποία η Κύπρος επηρεάστηκε λιγότερο, και σημείωσε ότι δεν θα ήταν άσχημη επιλογή να γίνει εδώ μία επένδυση. Για το έργο στη Λευκωσία ανέφερε ότι εντός του 2010 θα ολοκληρωθούν τα σχέδια και στις αρχές του 2011 θα αρχίσει η πρώτη φάση του, που περιλαμβάνει την ανέγερση του ξενοδοχείου. Όπως σημείωσε, η πρώτη φάση θα ολοκληρωθεί σε τριάντα μήνες. Το κόστος του ξενοδοχείου, κατέληξε, θα ανέλθει σε $150εκ.

Να σημειωθεί ότι χθες οι επικεφαλής του έργου μετέφεραν στην Κύπρο και τη μακέτα του έργου, την οποία παρουσίασαν στην κυπριακή κυβέρνηση.

Δρακόντεια μέτρα ασφαλείας

Η τελετή στο Προεδρικό έγινε κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και πρωτοφανή κινητοποίηση. Ο Εμίρης του Κατάρ και τα μέλη της συνοδείας του, 90 συνολικά άτομα, έτυχαν επίσημης υποδοχής στο αεροδρόμιο Λάρνακας, όπου έφθασαν χθες γύρω στις 10 το πρωί. Στην σκάλα του ιδιωτικού αεροσκάφους του Εμίρη τον υποδέχθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκος Κυπριανού, η υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων Ερατώ Κοζάκου Μαρκουλλή και η διευθύντρια της Εθιμοτυπίας Ιωάννα Μαλλιώτη. Από τη σκάλα του αεροσκάφους μέχρι και τα αυτοκίνητα που θα παραλάμβαναν τον Εμίρη και τη συνοδεία του, στρώθηκε κόκκινο χαλί, ενώ παρατάχθηκε άγημα της Στρατονομίας.

Τα 36 άτομα από τα 90 μέλη της αντιπροσωπείας του Κατάρ έφθασαν προχθές, ενώ τα υπόλοιπα χθες. Μετά την τελετή της υπογραφής και τις δηλώσεις στους δημοσιογράφους, ο Πρόεδρος Χριστόφιας παρέθεσε γεύμα στους προσκεκλημένους του, οι οποίοι αναχώρησαν αμέσως μετά για το Κατάρ.


Τι θα περιλαμβάνει το έργο

Όπως φάνηκε και χθες από τη μακέτα που οι Καταριανοί σχεδιαστές του έργου παρουσίασαν, αυτό θα περιλαμβάνει πολυτελές ξενοδοχείο πέντε αστέρων, πίσω από το οποίο θα κτιστούν τέσσερις πύργοι διαμερισμάτων και γραφείων, οι ένοικοι των οποίων θα μπορούν να χρησιμοποιούν τις ανέσεις και τις διευκολύνσεις του ξενοδοχείου. Η όλη φιλοσοφία στηρίζεται στη νέα τάση διεθνώς για τέτοιες αναπτύξεις, που είναι γνωστές με την ονομασία condo hotels.

Η πρόθεση είναι όπως τα γραφεία και τα διαμερίσματα πωληθούν ή ενοικιαστούν κυρίως σε επιχειρηματίες από το εξωτερικό, οι οποίοι έχουν πρόθεση να δραστηριοποιηθούν στη χώρα μας.


http://www.sigmalive.com/simerini/business/259613
http://www.sigmalive.com/simerini/news/local/274174

Μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη - Αθήνα (Πλ. Συντάγματος)


Μνημείο: Άγνωστος Στρατιώτης

Τοποθεσία: Αθήνα, πλατεία Συντάγματος
Έτος Δημιουργίας: 1929-1930
Αποκαλυπτήρια: 25 Μαρτίου 1932
Αφιερωμένο στους Πεσόντες Πολεμιστές της Ελλάδας
Αρχιτέκτονας: Λαζαρίδης Εμμανουήλ
Γλύπτες: Ρωκ Φωκίων, Δημητριάδης Κωνσταντίνος, Θωμόπουλος Θωμάς
Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο
Ιδιαίτερα
Χαρακτηριστικά: 1. Κενοτάφιο, 2. Απεικονιζόμενος Οπλίτης, 3. Φύλαξη από την Προεδρική Φρουρά (Εύζωνες), 4. Πλάκες με καταγραφές από μάχες όλων των πολέμων που συμμετείχε η Ελλάδα από το 1821 και μετά, 5. Φράσεις χαραγμένες από τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλέους (Θουκυδίδης)

Περιγραφή:


Πού αλλού θα μπορούσε να βρίσκεται το σημαντικότερο μνημείο της χώρας μας εκτός από την Αθήνα; Φυσικά πουθενά διότι το συγκεκριμένο μνημείο σύμβολο πρέπει να βρίσκεται στο σημαντικότερο σημείο και αυτό το σημείο φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την ιστορική Αθήνα. Στο κέντρο του πολιτισμού και κυριολεκτικά μέσα στην καρδιά όχι μόνο των Αθηνών αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας την πλατεία Συντάγματος από το 1932 δεσπόζει υπερήφανα το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη!

Ο Αρχιτέκτων Εμμανουήλ Λαζαρίδης κι οι γλύπτες Ρωκ Φωκίων, Δημητριάδης Κωνσταντίνος και Θωμόπουλος Θωμάς έβαλαν τα δυνατά τους το 1929 με 1930 για να δημιουργήσουν ένα μνημείο που θα θυμίζει κλασική εποχή και το κατάφεραν. Με ένα έργο που μοιάζει να έχει γεννηθεί στην αρχαιότητα οι δημιουργοί του θέλησαν να δείξουν την διαχρονική αξία αυτής της χώρας της Ελλάδας, ενός τόπου που κατάφερε μέσα σε όλη την ιστορία της από την αρχαιότητα ως σήμερα να γεννά παλικάρια, να γεννά ήρωες.

Τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου θα πραγματοποιηθούν την 25η Μαρτίου του 1932. Με το μάρμαρο ως κύριο υλικό, οι δημιουργοί του κατάφεραν να το κάνουν να μην θυμίζει σε τίποτα πως είναι δημιουργημένο πρόσφατα πόσο μάλλον στην σύγχρονη εποχή. Κεντρικό πρόσωπο του έργου, φυσικά ο οπλίτης, μαρμάρινος και "γεννημένος" σαν μέσα από την αρχαιοελληνική τέχνη, σύμβολο παλικαριάς και θάρρους. Ο Οπλίτης δεν είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, μέσα από την εικόνα του καταφέρνουμε να έχουμε κοντά μας όλους όσους έπεσαν ηρωικά για την μητέρα πατρίδα, τον Άγνωστο Στρατιώτη!

Ο Άγνωστος Στρατιώτης δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο, είναι όλοι εκείνοι που θυσιάστηκαν για να ζούμε σήμερα ελεύθεροι δηλαδή είναι εκείνοι που μας προσέφεραν το υπέρτατο αγαθό, την ελευθερία. Αυτός είναι κι ο λόγος που αυτό το μνημείο δεν αποτελεί απλά ένα μαρμάρινο έργο, αποτελεί ένα κενοτάφιο. Ουσιαστικά αυτό το μνημείο αποτελεί την γέφυρα μεταξύ των ζωντανών κι όσων χάθηκαν για την πατρίδα, είναι το σημείο στο οποίο μπορούμε να αποδώσουμε τις τιμές μας σε όλα αυτά τα ηρωικά πρόσωπα.

Ο Άγνωστος Στρατιώτης λοιπόν δεν αποτελεί ένα πρόσωπο μακρινό. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ποια ελληνική οικογένεια δεν θρήνησε τον δικό της Άγνωστο Στρατιώτη; Είναι λοιπόν ένα πρόσωπο γνώριμο που το έχουμε στην καρδιά μας και με το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Πλ. Συντάγματος προσπαθούμε να αποδώσουμε τον ελάχιστο φόρο τιμής στην ηρωική πράξη του!




Αριστερά και δεξιά του Οπλίτη υπάρχουν ορισμένες φράσεις χαραγμένες στο μάρμαρο, από τον "Επιτάφιο Λόγο του Περικλέους" έργο του Θουκυδίδη. Το Έργο αυτό άλλωστε του Θουκυδίδη είναι το σημείο μηδέν για την δημιουργία της μορφής του "Άγνωστου Στρατιώτη". Ουσιαστικά είναι η πηγή η οποία μας πληροφορεί πως τόπος γέννησης της μορφής αυτής φυσικά είναι η Ελλάδα και πως θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι αφού η χώρα μας κατάφερε να μην εγκαταλείψει τις πανανθρώπινες αξίες και να χρησιμοποιήσει τον πολιτισμό ως μέσο έκφρασης.

Στις πλάκες επίσης υπάρχουν αναφορές από διάφορες ηρωικές μάχες από όλους τους πολέμους που πήρε μέρος η χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα προστέθηκε και η Κύπρος, τόπος ελληνικός που έγιναν μεγάλοι αγώνες και πολλοί ήταν εκείνοι που θυσιάστηκαν για την Μεγαλόνησο που πέρασε και συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας να περνά τόσα πολλά!

Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη λοιπόν δεν είναι ένα απλό μνημείο, είναι το κορυφαίο μνημείο για τον πιο κορυφαίο ήρωα τον ήρωα εκείνο που έπεσε για την ελευθερία. Αυτός είναι κι ο λόγος που αποδίδονται τόσο μεγάλες τιμές σε αυτό το πρόσωπο. Αυτός είναι επίσης κι ο λόγος για τον οποίο το μνημείο αυτό φυλάσσεται από την γνωστή σε όλους "Προεδρική Φρουρά" ή αλλιώς τους "Εύζωνες". Η Φύλαξη αυτή είναι συμβολική και προσπαθεί ουσιαστικά να δείξει την τιμή και την ευγνωμοσύνη που αισθανόμαστε όλοι οι Έλληνες για την θυσία που έκαναν οι πεσόντες για την Ελευθερία της χώρας μας.



Είναι λοιπόν τόσο κορυφαίος ο συμβολισμός αυτού του μνημείου που αξίζει κάθε φορά που το επισκεπτόμαστε να μην παρατηρούμε απλά τον χώρο αλλά να συγκεντρωνόμαστε και να επικεντρώνουμε την σκέψη μας σε όλους αυτούς που έπεσαν για την πατρίδα μας και έτσι έστω και ψυχικά να αποδίδουμε τον ελάχιστο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης που αισθανόμαστε. Άλλωστε ο Άγνωστος Στρατιώτης μένει Ζωντανός και γίνεται Γνωστός στις καρδιές όλων μας όταν τον έχουμε στην σκέψη μας σαν το πρόσωπο που είναι πραγματικά, δηλαδή τον μεγαλύτερο Ήρωα της Πατρίδας μας.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με τους πολυάριθμους νεκρούς, αποτέλεσε τη βασική αφορμή για την ανέγερση μνημείων αφιερωμένων στον άγνωστο στρατιώτη. Η πρώτη ίδρυση ενός τέτοιου μνημείου με τη σύγχρονη μορφή ξεκίνησε από το Ηνωμένο Βασίλειο, όταν, έπειτα από τον Α΄ Π.Π., ενταφίασαν πρώτοι έναν «άγνωστο στρατιώτη» εκ μέρους όλων των Δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, παρακινώντας με αυτόν τον τρόπο και άλλα έθνη να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.



Τα μνημεία αυτά περιέχουν συνήθως τη σορό ενός ανώνυμου νεκρού στρατιώτη ή «γνωστού μόνο στον Θεό» ("known but to God"), όπως πολλές φορές αναγράφεται στην επιτύμβια στήλη. Πρέπει να τονισθεί ότι δίνεται μεγάλη έμφαση στην επιλογή της σορού, επιλέγοντας πάντα κάποια που θεωρείται ότι είναι αδύνατο να αναγνωρισθεί ποτέ. Μετά τον Α΄ Π.Π., πολλές προσπάθειες καταβλήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση από τα κράτη που ανέγειραν τέτοιου είδους μνημεία, ώστε να βρεθούν σώματα άγνωστων στρατιωτών που να τηρούν αυτή την προϋπόθεση και να έχει διευκρινιστεί η εθνικότητά τους.


Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Ελληνικό Μνημείο δεν υπάρχει σορός, ακολουθώντας τα έθιμα των Αρχαίων Ελλήνων που ήθελαν τον τάφο κενό («µία δέ κλίνη κενή φέρεται ἐστρωµένη τῶν ἀφανῶν», Θουκυδίδης, 2.34.3)
 
http://www.agnostosstratiotis.com/

ΘΟΥ­ΚΥ­ΔΙ­ΔΟΥ, Πε­ρι­κλέ­ους «Ε­ΠΙ­ΤΑ­ΦΙ­ΟΣ»

᾿Εν δὲ τῷ αὐ­τῷ χει­μῶ­νι ᾿Α­θη­ναῖ­οι τῷ πα­τρί­ῳ νό­μῳ χρώ­με­νοι δη­μο­σί­ᾳ τα­φὰς ἐ­ποι­ή­σα­ντο τῶν ἐν τῷ­δε τῷ πο­λέ­μῳ πρώ­των ἀ­πο­θα­νό­ντων τρό­πῳ τοι­ῷ­δε. τὰ μὲν ὀ­στᾶ προ­τί­θε­νται τῶν ἀ­πο­γε­νο­μέ­νων πρό­τρι­τα σκη­νὴν ποι­ή­σα­ντες, καὶ ἐ­πι­φέ­ρει τῷ αὑ­τοῦ ἕ­κα­στος ἤν τι βού­λη­ται· ἐ­πει­δὰν δὲ ἡ ἐκ­φο­ρὰ ᾖ, λάρ­να­κας κυ­πα­ρισ­σί­νας ἄ­γου­σιν ἅ­μα­ξαι, φυ­λῆς ἑ­κά­στης μί­αν· ἔ­νε­στι δὲ τὰ ὀ­στᾶ ἧς ἕ­κα­στος ἦν φυ­λῆς. μί­α δὲ κλί­νη κε­νὴ φέ­ρε­ται ἐ­στρω­μέ­νη τῶν ἀ­φα­νῶν, οἳ ἂν μὴ εὑ­ρε­θῶ­σιν ἐς ἀ­ναί­ρε­σιν. ξυ­νεκ­φέ­ρει δὲ ὁ βου­λό­με­νος καὶ ἀ­στῶν καὶ ξέ­νων, καὶ γυ­ναῖ­κες πά­ρει­σιν αἱ προ­σή­κου­σαι ἐ­πὶ τὸν τά­φον ὀ­λο­φυ­ρό­με­ναι. τι­θέ­α­σιν οὖν ἐς τὸ δη­μό­σι­ον σῆ­μα, ὅ ἐ­στιν ἐ­πὶ τοῦ καλ­λί­στου προ­α­στεί­ου τῆς πό­λε­ως, καὶ αἰ­εὶ ἐν αὐ­τῷ θά­πτου­σι τοὺς ἐκ τῶν πο­λέ­μων, πλήν γε­τοὺς ἐν Μα­ρα­θῶ­νι· ἐ­κεί­νων δὲ δι­α­πρε­πῆ τὴν ἀ­ρε­τὴν κρί­να­ντες αὐ­τοῦ καὶ τὸν τά­φον ἐ­ποί­η­σαν. ἐ­πει­δὰν δὲ κρύ­ψω­σι γῇ, ἀ­νὴρ ᾑ­ρη­μέ­νος ὑ­πὸ τῆς πό­λε­ως, ὃς ἂν γνώ­μῃ τε δο­κῇ μὴ ἀ­ξύ­νε­τος εἶ­ναι καὶ ἀ­ξι­ώ­σει προ­ή­κῃ, λέ­γει ἐ­π' αὐ­τοῖς ἔ­παι­νον τὸν πρέ­πο­ντα· με­τὰ δὲ τοῦ­το ἀ­πέρ­χο­νται. ὧ­δε μὲν θά­πτου­σιν· καὶ δι­ὰ πα­ντὸς τοῦ πο­λέ­μου, ὁ­πό­τε ξυμ­βαί­η αὐ­τοῖς, ἐ­χρῶ­ντο τῷ νό­μῳ. ἐ­πὶ δ' οὖν τοῖς πρώ­τοις τοῖσ­δε Πε­ρι­κλῆς ὁ Ξαν­θίπ­που ᾑ­ρέ­θη λέ­γειν. καὶ ἐ­πει­δὴ και­ρὸς ἐ­λάμ­βα­νε, προ­ελ­θὼν ἀ­πὸ τοῦ σή­μα­τος ἐ­πὶ βῆ­μα ὑ­ψη­λὸν πε­ποι­η­μέ­νον, ὅ­πως ἀ­κού­οι­το ὡς ἐ­πὶ πλεῖ­στον τοῦ ὁ­μί­λου, ἔ­λε­γε τοι­ά­δε.

Οἱ μὲν πολ­λοὶ τῶν ἐν­θά­δε ἤ­δη εἰ­ρη­κό­των ἐ­παι­νοῦ­σι τὸν προ­σθέ­ντα τῷ νό­μῳ τὸν λό­γον τόν­δε, ὡς κα­λὸν ἐ­πὶ τοῖς ἐκ τῶν πο­λέ­μων θα­πτο­μέ­νοις ἀ­γο­ρεύ­ε­σθαι αὐ­τόν. ἐ­μοὶ δὲ ἀρ­κοῦν ἂν ἐ­δό­κει εἶ­ναι ἀν­δρῶν ἀ­γα­θῶν ἔρ­γῳ γε­νο­μέ­νω­νἔρ­γῳ καὶ δη­λοῦ­σθαι τὰς τι­μάς, οἷ­α καὶ νῦν πε­ρὶ τὸν τά­φο­ντόν­δε δη­μο­σί­ᾳ πα­ρα­σκευ­α­σθέ­ντα ὁ­ρᾶ­τε, καὶ μὴ ἐν ἑ­νὶ ἀν­δρὶ πολ­λῶν ἀ­ρε­τὰς κιν­δυ­νεύ­ε­σθαι εὖ τε καὶ χεῖ­ρον εἰ­πό­ντι πι­στευ­θῆ­ναι. χα­λε­πὸν γὰρ τὸ με­τρί­ως εἰ­πεῖν ἐν ᾧ μό­λις καὶ ἡ δό­κη­σις τῆς ἀ­λη­θεί­ας βε­βαι­οῦ­ται. ὅ τε γὰρ ξυ­νει­δὼς καὶ εὔ­νους ἀ­κρο­α­τὴς τά­χ' ἄν τι ἐν­δε­ε­στέ­ρως πρὸς ἃ βού­λε­ταί τε καὶ ἐ­πί­στα­ται νο­μί­σει­ε δη­λοῦ­σθαι, ὅ τε ἄ­πει­ρος ἔ­στιν ἃ καὶ πλε­ο­νά­ζε­σθαι, δι­ὰ φθό­νον, εἴ τι ὑ­πὲρ τὴν αὑ­τοῦ φύ­σιν ἀ­κού­οι. μέ­χρι γὰρ τοῦ­δε ἀ­νε­κτοὶ οἱ ἔ­παι­νοί εἰ­σι πε­ρὶ ἑ­τέ­ρων λε­γό­με­νοι, ἐς ὅ­σον ἂν καὶ αὐ­τὸς ἕ­κα­στος οἴ­η­ται ἱ­κα­νὸς εἶ­ναι δρᾶ­σαί τι ὧν ἤ­κου­σεν· τῷ δὲ ὑ­περ­βάλ­λο­ντι αὐ­τῶν φθο­νοῦ­ντες ἤ­δη καὶ ἀ­πι­στοῦ­σιν. ἐ­πει­δὴ δὲ τοῖς πά­λαι οὕ­τως ἐ­δο­κι­μά­σθη ταῦ­τα κα­λῶς ἔ­χειν, χρὴ καὶ ἐ­μὲ ἑ­πό­με­νον τῷ νό­μῳ πει­ρᾶ­σθαι ὑ­μῶν τῆς ἑ­κά­στου βου­λή­σε­ώς τε καὶ δό­ξης τυ­χεῖν ὡς ἐ­πὶ πλεῖ­στον.

῎Αρ­ξο­μαι δὲ ἀ­πὸ τῶν προ­γό­νων πρῶ­τον· δί­και­ον γὰρ αὐ­τοῖς καὶ πρέ­πον δὲ ἅ­μα ἐν τῷ τοι­ῷ­δε τὴν τι­μὴν ταύ­την τῆς μνή­μης δί­δο­σθαι. τὴν γὰρ χώ­ραν οἱ αὐ­τοὶ αἰ­εὶ οἰ­κοῦ­ντες δι­α­δο­χῇ τῶν ἐ­πι­γι­γνο­μέ­νων μέ­χρι τοῦ­δε ἐ­λευ­θέ­ραν δι­' ἀ­ρε­τὴν πα­ρέ­δο­σαν. καὶ ἐ­κεῖ­νοί τε ἄ­ξι­οι ἐ­παί­νου καὶ ἔ­τι μᾶλ­λον οἱ πα­τέ­ρες ἡ­μῶν· κτη­σά­με­νοι γὰρ πρὸς οἷς ἐ­δέ­ξα­ντο ὅ­σην ἔ­χο­μεν ἀρ­χὴν οὐκ ἀ­πό­νως ἡ­μῖν τοῖς νῦν προ­σκα­τέ­λι­πον. τὰ δὲ πλεί­ω αὐ­τῆς αὐ­τοὶ ἡ­μεῖς οἵ­δε οἱ νῦν ἔ­τι ὄ­ντες μά­λι­στα ἐν τῇ κα­θε­στη­κυί­ᾳ ἡ­λι­κί­ᾳ ἐ­πηυ­ξή­σα­μεν καὶ τὴν πό­λιν τοῖς

πᾶ­σι πα­ρε­σκευ­ά­σα­μεν καὶ ἐς πό­λε­μον καὶ ἐς εἰ­ρή­νην αὐ­ταρ­κε­στά­την. ὧν ἐ­γὼ τὰ μὲν κα­τὰ πο­λέ­μους ἔρ­γα, οἷς ἕ­κα­στα ἐ­κτή­θη, ἢ εἴ τι αὐ­τοὶ ἢ οἱ πα­τέ­ρες ἡ­μῶν βάρ­βα­ρον ἢ ῞Ελ­λη­να πο­λέ­μι­ον ἐ­πι­ό­ντα προ­θύ­μως ἠ­μυ­νά­με­θα, μα­κρη­γο­ρεῖν ἐν εἰ­δό­σιν οὐ βου­λό­με­νος ἐ­ά­σω· ἀ­πὸ δὲ οἵ­ας τε ἐ­πι­τη­δεύ­σε­ως ἤλ­θο­μεν ἐ­π' αὐ­τὰ καὶ με­θ' οἵ­ας πο­λι­τεί­ας καὶ τρό­πων ἐξ οἵ­ων με­γά­λα ἐ­γέ­νε­το, ταῦ­τα δη­λώ­σας πρῶ­τον εἶ­μι καὶ ἐ­πὶ τὸν τῶν­δε ἔ­παι­νον, νο­μί­ζων ἐ­πί τε τῷ πα­ρό­ντι οὐκ ἂν ἀ­πρε­πῆ λε­χθῆ­ναι αὐ­τὰ καὶ τὸν πά­ντα ὅ­μι­λον καὶ ἀ­στῶν καὶ ξέ­νων ξύμ­φο­ρον εἶ­ναι ἐ­πα­κοῦ­σαι αὐ­τῶν.

Χρώ­με­θα γὰρ πο­λι­τεί­ᾳ οὐ ζη­λού­σῃ τοὺς τῶν πέ­λας νό­μους, πα­ρά­δει­γμα δὲ μᾶλ­λον αὐ­τοὶ ὄ­ντες τι­σὶν ἢ μι­μού­με­νοι ἑ­τέ­ρους. καὶ ὄ­νο­μα μὲν δι­ὰ τὸ μὴ ἐς ὀ­λί­γους ἀλ­λ' ἐς πλεί­ο­νας οἰ­κεῖν δη­μο­κρα­τί­α κέ­κλη­ται· μέ­τε­στι δὲ κα­τὰ μὲν τοὺς νό­μους πρὸς τὰ ἴ­δι­α δι­ά­φο­ρα πᾶ­σι τὸ ἴ­σον, κα­τὰ δὲ τὴν ἀ­ξί­ω­σιν, ὡς ἕ­κα­στος ἔν τῳ εὐ­δο­κι­μεῖ, οὐκ ἀ­πὸ μέ­ρους

τὸ πλέ­ον ἐς τὰ κοι­νὰ ἢ ἀ­π' ἀ­ρε­τῆς προ­τι­μᾶ­ται, οὐ­δ' αὖ κα­τὰ πε­νί­αν, ἔ­χων γέ τι ἀ­γα­θὸν δρᾶ­σαι τὴν πό­λιν, ἀ­ξι­ώ­μα­τος ἀ­φα­νεί­ᾳ κε­κώ­λυ­ται. ἐ­λευ­θέ­ρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοι­νὸν πο­λι­τεύ­ο­μεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλ­λή­λους τῶν κα­θ' ἡ­μέ­ραν ἐ­πι­τη­δευ­μά­των ὑ­πο­ψί­αν, οὐ δι­' ὀρ­γῆς τὸν πέ­λας, εἰ καθ᾿ ἡ­δο­νήν τι δρᾷ, ἔ­χο­ντες, οὐ­δὲ ἀ­ζη­μί­ους μέν, λυ­πη­ρὰς δὲ τῇ ὄ­ψει ἀ­χθη­δό­νας προ­στι­θέ­με­νοι. ἀ­νε­πα­χθῶς δὲ τὰ ἴ­δι­α προ­σο­μι­λοῦ­ντες τὰ δη­μό­σι­α δι­ὰ δέ­ος μά­λι­στα οὐ πα­ρα­νο­μοῦ­μεν, τῶν τε αἰ­εὶ ἐν ἀρ­χῇ ὄ­ντων ἀ­κρο­ά­σει καὶ τῶν νό­μων, καὶ μά­λι­στα αὐ­τῶν ὅ­σοι τε ἐ­π' ὠ­φε­λί­ᾳ τῶν ἀ­δι­κου­μέ­νων κεῖ­νται καὶ ὅ­σοι ἄ­γρα­φοι ὄ­ντες αἰ­σχύ­νην ὁ­μο­λο­γου­μέ­νην φέ­ρου­σιν.

Καὶ μὴν καὶ τῶν πό­νων πλεί­στας ἀ­να­παύ­λας τῇ γνώ­μῃ ἐ­πο­ρι­σά­με­θα, ἀ­γῶ­σι μέν γε καὶ θυ­σί­αις δι­ε­τη­σί­οις νο­μί­ζο­ντες, ἰ­δί­αις δὲ κα­τα­σκευ­αῖς εὐ­πρε­πέ­σιν, ὧν κα­θ' ἡ­μέ­ραν ἡ τέρ­ψις τὸ λυ­πη­ρὸν ἐκ­πλήσ­σει. ἐ­πε­σέρ­χε­ται δὲ δι­ὰ μέ­γε­θος τῆς πό­λε­ως ἐκ πά­σης γῆς τὰ πά­ντα, καὶ ξυμ­βαί­νει ἡ­μῖν μη­δὲν οἰ­κει­ο­τέ­ρᾳ τῇ ἀ­πο­λαύ­σει τὰ αὐ­τοῦ ἀ­γα­θὰ γι­γνό­με­να καρ­ποῦ­σθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.

Δι­α­φέ­ρο­μεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πο­λε­μι­κῶν με­λέ­ταις τῶν ἐ­να­ντί­ων τοῖσ­δε. τήν τε γὰρ πό­λιν κοι­νὴν πα­ρέ­χο­μεν, καὶ οὐκ ἔ­στιν ὅ­τε ξε­νη­λα­σί­αις ἀ­πείρ­γο­μέν τι­να ἢ μα­θή­μα­τος ἢ θε­ά­μα­τος, ὃ μὴ κρυ­φθὲν ἄν τις τῶν πο­λε­μί­ων ἰ­δὼν ὠ­φε­λη­θεί­η, πι­στεύ­ο­ντες οὐ ταῖς πα­ρα­σκευ­αῖς τὸ πλέ­ον καὶ ἀ­πά­ταις ἢ τῷ ἀ­φ' ἡ­μῶν αὐ­τῶν ἐς τὰ ἔρ­γα εὐ­ψύ­χῳ· καὶ ἐν ταῖς παι­δεί­αις οἱ μὲν ἐ­πι­πό­νῳ ἀ­σκή­σει εὐ­θὺς νέ­οι ὄ­ντες τὸ ἀν­δρεῖ­ον με­τέρ­χο­νται, ἡ­μεῖς δὲ ἀ­νει­μέ­νως δι­αι­τώ­με­νοι οὐ­δὲν ἧσ­σον ἐ­πὶ τοὺς ἰ­σο­πα­λεῖς κιν­δύ­νους χω­ροῦ­μεν. τε­κμή­ρι­ον δέ· οὔ­τε γὰρ Λα­κε­δαι­μό­νι­οι κα­θ' ἑ­αυ­τούς, μέθ᾿ ἁ­πά­ντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡ­μῶν στρα­τεύ­ου­σι, τήν τε τῶν πέ­λας αὐ­τοὶ ἐ­πελ­θό­ντες οὐ χα­λε­πῶς ἐν τῇ ἀλ­λο­τρί­ᾳ τοὺς πε­ρὶ τῶν οἰ­κεί­ων ἀ­μυ­νο­μέ­νους μα­χό­με­νοι τὰ πλεί­ω κρα­τοῦ­μεν. ἁ­θρό­ᾳ τε τῇ δυ­νά­μει ἡ­μῶν οὐ­δείς πω πο­λέ­μι­ος ἐ­νέ­τυ­χε δι­ὰ τὴν τοῦ ναυ­τι­κοῦ τε ἅ­μα ἐ­πι­μέ­λει­αν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐ­πὶ πολ­λὰ ἡ­μῶν αὐ­τῶν ἐ­πί­πεμ­ψιν· ἢν δέ που μο­ρί­ῳ τι­νὶ προ­σμεί­ξω­σι, κρα­τή­σα­ντές τέ τι­νας ἡ­μῶν πά­ντας αὐ­χοῦ­σιν ἀ­πε­ῶ­σθαι καὶ νι­κη­θέ­ντες ὑ­φ' ἁ­πά­ντων ἡσ­σῆ­σθαι. καί­τοι εἰ ῥᾳ­θυ­μί­ᾳ μᾶλ­λον ἢ πό­νων με­λέ­τῃ καὶ μὴ με­τὰ νό­μων τὸ πλέ­ον ἢ τρό­πων ἀν­δρεί­ας ἐ­θέ­λο­μεν κιν­δυ­νεύ­ειν, πε­ρι­γί­γνε­ται ἡ­μῖν τοῖς τε μέλ­λου­σιν ἀλ­γει­νοῖς μὴ προ­κά­μνειν, καὶ ἐς αὐ­τὰ ἐλ­θοῦ­σι μὴ ἀ­τολ­μο­τέ­ρους τῶν αἰ­εὶ μο­χθού­ντων φαί­νε­σθαι, καὶ ἔν τε τού­τοις τὴν πό­λιν ἀ­ξί­αν εἶ­ναι θαυ­μά­ζε­σθαι καὶ ἔ­τι ἐν ἄλ­λοις.

Φι­λο­κα­λοῦ­μέν τε γὰρ με­τ' εὐ­τε­λεί­ας καὶ φι­λο­σο­φοῦ­μεν ἄ­νευ μα­λα­κί­ας· πλού­τῳ τε ἔρ­γου μᾶλ­λον και­ρῷ ἢ λό­γου κό­μπῳ χρώ­με­θα, καὶ τὸ πέ­νε­σθαι οὐχ ὁ­μο­λο­γεῖν τι­νὶ αἰ­σχρόν, ἀλ­λὰ μὴ δι­α­φεύ­γειν ἔρ­γῳ αἴ­σχι­ον. ἔ­νι τε τοῖς αὐ­τοῖς οἰ­κεί­ων ἅ­μα καὶ πο­λι­τι­κῶν ἐ­πι­μέ­λει­α, καὶ ἑ­τέ­ροις πρὸς ἔρ­γα τε­τρα­μέ­νοις τὰ πο­λι­τι­κὰ μὴ ἐν­δε­ῶς γνῶ­ναι· μό­νοι γὰρ τόν τε μη­δὲν τῶν­δε με­τέ­χο­ντα οὐκ ἀ­πρά­γμο­να, ἀλ­λ' ἀ­χρεῖ­ον νο­μί­ζο­μεν, καὶ οἱ αὐ­τοὶ ἤ­τοι κρί­νο­μέν γε ἢ ἐν­θυ­μού­με­θα ὀρ­θῶς τὰ πρά­γμα­τα, οὐ τοὺς λό­γους τοῖς ἔρ­γοις βλά­βην ἡ­γού­με­νοι, ἀλ­λὰ μὴ προ­δι­δα­χθῆ­ναι μᾶλ­λον λό­γῳ πρό­τε­ρον ἢ ἐ­πὶ ἃ δεῖ ἔρ­γῳ ἐλ­θεῖν. δι­α­φε­ρό­ντως γὰρ δὴ καὶ τό­δε ἔ­χο­μεν ὥ­στε τολ­μᾶν τε οἱ αὐ­τοὶ μά­λι­στα καὶ πε­ρὶ ὧν ἐ­πι­χει­ρή­σο­μεν ἐ­κλο­γί­ζε­σθαι· ὃ τοῖς ἄλ­λοις ἀ­μα­θί­α μὲν θρά­σος, λο­γι­σμὸς δὲ ὄ­κνον φέ­ρει. κρά­τι­στοι δ' ἂν τὴν ψυ­χὴν δι­καί­ως κρι­θεῖ­εν οἱ τά τε δει­νὰ καὶ ἡ­δέ­α σα­φέ­στα­τα γι­γνώ­σκο­ντες καὶ δι­ὰ ταῦ­τα μὴ ἀ­πο­τρε­πό­με­νοι ἐκ τῶν κιν­δύ­νων. καὶ τὰ ἐς ἀ­ρε­τὴν ἐ­νη­ντι­ώ­με­θα τοῖς πολ­λοῖς· οὐ γὰρ πά­σχο­ντες εὖ, ἀλ­λὰ δρῶ­ντες κτώ­με­θα τοὺς φί­λους. βε­βαι­ό­τε­ρος δὲ ὁ δρά­σας τὴν χά­ριν ὥ­στε ὀ­φει­λο­μέ­νην δι­' εὐ­νοί­ας ᾧ δέ­δω­κε σῴ­ζειν· ὁ δὲ ἀ­ντο­φεί­λων ἀμ­βλύ­τε­ρος, εἰ­δὼς οὐκ ἐς χά­ριν, ἀλ­λ' ἐς ὀ­φεί­λη­μα τὴν ἀ­ρε­τὴν ἀ­πο­δώ­σων. καὶ μό­νοι οὐ τοῦ ξυμ­φέ­ρο­ντος μᾶλ­λον λο­γι­σμῷ ἢ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τῷ πι­στῷ ἀ­δε­ῶς τι­νὰ ὠ­φε­λοῦ­μεν.

Ξυ­νε­λών τε λέ­γω τήν τε πᾶ­σαν πό­λιν τῆς ῾Ελ­λά­δος παί­δευ­σιν εἶ­ναι καὶ κα­θ' ἕ­κα­στον δο­κεῖν ἄν μοι τὸν αὐ­τὸν ἄν­δρα πα­ρ' ἡ­μῶν ἐ­πὶ πλεῖ­στ' ἂν εἴ­δη καὶ με­τὰ χα­ρί­των μά­λι­στ' ἂν εὐ­τρα­πέ­λως τὸ σῶ­μα αὔ­ταρ­κες πα­ρέ­χε­σθαι. καὶ ὡς οὐ λό­γων ἐν τῷ πα­ρό­ντι κό­μπος τά­δε μᾶλ­λον ἢ ἔρ­γων ἐ­στὶν ἀ­λή­θει­α, αὐ­τὴ ἡ δύ­να­μις τῆς πό­λε­ως, ἣν ἀ­πὸ τῶν­δε τῶν τρό­πων ἐ­κτη­σά­με­θα, ση­μαί­νει. μό­νη γὰρ τῶν νῦν ἀ­κο­ῆς κρείσ­σων ἐς πεῖ­ραν ἔρ­χε­ται, καὶ μό­νη οὔ­τε τῷ πο­λε­μί­ῳ ἐ­πελ­θό­ντι ἀ­γα­νά­κτη­σιν ἔ­χει ὑ­φ' οἵ­ων κα­κο­πα­θεῖ οὔ­τε τῷ ὑ­πη­κό­ῳ κα­τά­μεμ­ψιν ὡς οὐχ ὑ­π' ἀ­ξί­ων ἄρ­χε­ται. με­τὰ με­γά­λων δὲ ση­μεί­ων καὶ οὐ δή τοι ἀ­μάρ­τυ­ρόν γε τὴν δύ­να­μιν πα­ρα­σχό­με­νοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔ­πει­τα θαυ­μα­σθη­σό­με­θα, καὶ οὐ­δὲν προσ­δε­ό­με­νοι οὔ­τε ῾Ο­μή­ρου ἐ­παι­νέ­του οὔ­τε ὅ­στις ἔ­πε­σι μὲν τὸ αὐ­τί­κα τέρ­ψει, τῶν δ' ἔρ­γων τὴν ὑ­πό­νοι­αν ἡ ἀ­λή­θει­α βλά­ψει, ἀλ­λὰ πᾶ­σαν μὲν θά­λασ­σαν καὶ γῆν ἐ­σβα­τὸν τῇ ἡ­με­τέ­ρᾳ τόλ­μῃ κα­τα­να­γκά­σα­ντες γε­νέ­σθαι, πα­ντα­χοῦ δὲ μνη­μεῖ­α κα­κῶν τε κἀ­γα­θῶν ἀί­δι­α ξυ­γκα­τοι­κί­σα­ντες. πε­ρὶ τοι­αύ­της οὖν πό­λε­ως οἵ­δε τε γεν­ναί­ως δι­και­οῦ­ντες μὴ ἀ­φαι­ρε­θῆ­ναι αὐ­τὴν μα­χό­με­νοι ἐ­τε­λεύ­τη­σαν, καὶ τῶν λει­πο­μέ­νων πά­ντα τι­νὰ εἰ­κὸς ἐ­θέ­λειν ὑ­πὲρ αὐ­τῆς κά­μνειν.

Δι­’ ὃ δὴ καὶ ἐ­μή­κυ­να τὰ πε­ρὶ τῆς πό­λε­ως, δι­δα­σκα­λί­αν τε ποι­ού­με­νος μὴ πε­ρὶ ἴ­σου ἡ­μῖν εἶ­ναι τὸν ἀ­γῶ­να καὶ οἷς τῶν­δε μη­δὲν ὑ­πάρ­χει ὁ­μοί­ως, καὶ τὴν εὐ­λο­γί­αν ἅ­μα ἐ­φ’ οἷς νῦν λέ­γω φα­νε­ρὰν ση­μεί­οις κα­θι­στάς. καὶ εἴ­ρη­ται αὐ­τῆς τὰ μέ­γι­στα· ἃ γὰρ τὴν πό­λιν ὕ­μνη­σα, αἱ τῶν­δε καὶ τῶν τοι­ῶν­δε ἀ­ρε­ταὶ ἐ­κό­σμη­σαν, καὶ οὐκ ἂν πολ­λοῖς τῶν ῾Ελ­λήνων ἰ­σόρ­ρο­πος ὥ­σπερ τῶν­δε ὁ λό­γος τῶν ἔρ­γων φα­νεί­η. δο­κεῖ δέ μοι δη­λοῦν ἀν­δρὸς ἀ­ρε­τὴν πρώ­τη τε μη­νύ­ου­σα καὶ τε­λευ­ταί­α βε­βαι­οῦ­σα ἡ νῦν τῶν­δε κα­τα­στρο­φή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλ­λα χεί­ρο­σι δί­και­ον τὴν ἐς τοὺς πο­λέ­μους ὑ­πὲρ τῆς πα­τρί­δος ἀν­δρα­γα­θί­αν προ­τί­θε­σθαι· ἀ­γα­θῷ γὰρ κα­κὸν ἀ­φα­νί­σα­ντες κοι­νῶς μᾶλ­λον ὠ­φέ­λη­σαν ἢ ἐκ τῶν ἰ­δί­ων ἔ­βλα­ψαν. τῶν­δε δὲ οὔ­τε πλού­του τις τὴν ἔ­τι ἀ­πό­λαυ­σιν προ­τι­μή­σας ἐ­μα­λα­κί­σθη οὔ­τε πε­νί­ας ἐλ­πί­δι, ὡς κἂν ἔ­τι δι­α­φυ­γὼν αὐ­τὴν πλου­τή­σει­εν, ἀ­να­βο­λὴν τοῦ δει­νοῦ ἐ­ποι­ή­σα­το· τὴν δὲ τῶν ἐ­να­ντί­ων τι­μω­ρί­αν πο­θει­νο­τέ­ραν αὐ­τῶν λα­βό­ντες καὶ κιν­δύ­νων ἅ­μα τόν­δε κάλ­λι­στον νο­μί­σα­ντες ἐ­βου­λή­θη­σαν με­τ’ αὐ­τοῦ τοὺς μὲν τι­μω­ρεῖ­σθαι, τῶν δὲ ἐ­φί­ε­σθαι, ἐλ­πί­δι μὲν τὸ ἀ­φα­νὲς τοῦ κα­τορ­θώ­σειν ἐ­πι­τρέ­ψα­ντες, ἔρ­γῳ δὲ πε­ρὶ τοῦ ἤ­δη ὁ­ρω­μέ­νου σφί­σιν αὐ­τοῖς ἀ­ξι­οῦ­ντες πε­ποι­θέ­ναι, καὶ ἐν αὐ­τῷ τῷ ἀ­μύ­νε­σθαι καὶ πα­θεῖν μᾶλ­λον ἡ­γη­σά­με­νοι ἢ [τὸ] ἐν­δό­ντες σῴ­ζε­σθαι, τὸ μὲν αἰ­σχρὸν τοῦ λό­γου ἔ­φυ­γον, τὸ δ’ ἔρ­γον τῷ σώ­μα­τι ὑ­πέ­μει­ναν καὶ δι­’ ἐ­λα­χί­στου και­ροῦ τύ­χης ἅ­μα ἀ­κμῇ τῆς δό­ξης μᾶλ­λον ἢ τοῦ δέ­ους ἀ­πηλ­λά­γη­σαν.

Καὶ οἵ­δε μὲν προ­ση­κό­ντως τῇ πό­λει τοι­οί­δε ἐ­γέ­νο­ντο· τοὺς δὲ λοι­ποὺς χρὴ ἀ­σφα­λε­στέ­ραν μὲν εὔ­χε­σθαι, ἀ­τολ­μο­τέ­ραν δὲ μη­δὲν ἀ­ξι­οῦν τὴν ἐς τοὺς πο­λε­μί­ους δι­ά­νοι­αν ἔ­χειν, σκο­ποῦ­ντας μὴ λό­γῳ μό­νῳ τὴν ὠ­φε­λί­αν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐ­δὲν χεῖ­ρον αὐ­τοὺς ὑ­μᾶς εἰ­δό­τας μη­κύ­νοι, λέ­γων ὅ­σα ἐν τῷ τοὺς πο­λε­μί­ους ἀ­μύ­νε­σθαι ἀ­γα­θὰ ἔ­νε­στιν, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον τὴν τῆς πό­λε­ως δύ­να­μιν κα­θ’ ἡ­μέ­ραν ἔρ­γῳ θε­ω­μέ­νους καὶ ἐ­ρα­στὰς γι­γνο­μέ­νους αὐ­τῆς, καὶ ὅ­ταν ὑ­μῖν με­γά­λη δό­ξῃ εἶ­ναι, ἐν­θυ­μου­μέ­νους ὅ­τι τολ­μῶ­ντες καὶ γι­γνώ­σκο­ντες τὰ δέ­ο­ντα καὶ ἐν τοῖς ἔρ­γοις αἰ­σχυ­νό­με­νοι ἄν­δρες αὐ­τὰ ἐ­κτή­σα­ντο, καὶ ὁ­πό­τε καὶ πεί­ρᾳ του σφα­λεῖ­εν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πό­λιν γε τῆς σφε­τέ­ρας ἀ­ρε­τῆς ἀ­ξι­οῦ­ντες στε­ρί­σκειν, κάλ­λι­στον δὲ ἔ­ρα­νον αὐ­τῇ προϊ­έ­με­νοι. κοι­νῇ γὰρ τὰ σώ­μα­τα δι­δό­ντες ἰ­δί­ᾳ τὸν ἀ­γή­ρων ἔ­παι­νον ἐ­λάμ­βα­νον καὶ τὸν τά­φον ἐ­πι­ση­μό­τα­τον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖ­νται μᾶλ­λον, ἀλ­λ’ ἐν ᾧ ἡ δό­ξα αὐ­τῶν πα­ρὰ τῷ ἐ­ντυ­χό­ντι αἰ­εὶ καὶ λό­γου καὶ ἔρ­γου και­ρῷ αἰ­εί­μνη­στος κα­τα­λεί­πε­ται. ἀν­δρῶν γὰρ ἐ­πι­φα­νῶν πᾶ­σα γῆ τά­φος, καὶ οὐ στη­λῶν μό­νον ἐν τῇ οἰ­κεί­ᾳ ση­μαί­νει ἐ­πι­γρα­φή, ἀλ­λὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προ­ση­κού­σῃ ἄ­γρα­φος μνή­μη πα­ρ’ ἑ­κά­στῳ τῆς γνώ­μης μᾶλ­λον ἢ τοῦ ἔρ­γου ἐν­δι­αι­τᾶ­ται. οὓς νῦν ὑ­μεῖς ζη­λώ­σα­ντες καὶ τὸ εὔ­δαι­μον τὸ ἐ­λεύ­θε­ρον, τὸ δ’ ἐ­λεύ­θε­ρον τὸ εὔ­ψυ­χον κρί­να­ντες μὴ πε­ρι­ο­ρᾶ­σθε τοὺς πο­λε­μι­κοὺς κιν­δύ­νους. οὐ γὰρ οἱ κα­κο­πρα­γοῦ­ντες δι­και­ό­τε­ρον ἀ­φει­δοῖ­εν ἂν τοῦ βί­ου, οἷς ἐλ­πὶς οὐκ ἔ­στιν ἀ­γα­θοῦ, ἀλ­λ’ οἷς ἡ ἐ­να­ντί­α με­τα­βο­λὴ ἐν τῷ ζῆν ἔ­τι κιν­δυ­νεύ­ε­ται καὶ ἐν οἷς μά­λι­στα με­γά­λα τὰ δι­α­φέ­ρο­ντα, ἤν τι πταί­σω­σιν. ἀλ­γει­νο­τέ­ρα γὰρ ἀν­δρί γε φρό­νη­μα ἔ­χο­ντι ἡ με­τὰ τοῦ [ἐν τῷ] μα­λα­κι­σθῆ­ναι κά­κω­σις ἢ ὁ με­τὰ ῥώ­μης καὶ κοι­νῆς ἐλ­πί­δος ἅ­μα γι­γνό­με­νος ἀ­ναί­σθη­τος θά­να­τος.

Δι᾿ ὅ­περ καὶ τοὺς τῶν­δε νῦν το­κέ­ας, ὅ­σοι πά­ρε­στε, οὐκ ὀ­λο­φύ­ρο­μαι μᾶλ­λον ἢ πα­ρα­μυ­θή­σο­μαι. ἐν πο­λυ­τρό­ποις γὰρ ξυμ­φο­ραῖς ἐ­πί­στα­νται τρα­φέ­ντες· τὸ δ’ εὐ­τυ­χές, οἳ ἂν τῆς εὐ­πρε­πε­στά­της λά­χω­σιν, ὥ­σπερ οἵ­δε μὲν νῦν, τε­λευ­τῆς, ὑ­μεῖς δὲ λύ­πης, καὶ οἷς ἐ­νευ­δαι­μο­νῆ­σαί τε ὁ βί­ος ὁ­μοί­ως καὶ ἐ­ντε­λευ­τῆ­σαι ξυ­νε­με­τρή­θη. χα­λε­πὸν μὲν οὖν οἶ­δα πεί­θειν ὄν, ὧν καὶ πολ­λά­κις ἕ­ξε­τε ὑ­πο­μνή­μα­τα ἐν ἄλ­λων εὐ­τυ­χί­αις, αἷς πο­τὲ καὶ αὐ­τοὶ ἠ­γάλ­λε­σθε· καὶ λύ­πη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πει­ρα­σά­με­νος ἀ­γα­θῶν στε­ρί­σκη­ται, ἀλ­λ’ οὗ ἂν ἐ­θὰς γε­νό­με­νος ἀ­φαι­ρε­θῇ. καρ­τε­ρεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλ­λων παί­δων ἐλ­πί­δι, οἷς ἔ­τι ἡ­λι­κί­α τέ­κνω­σιν ποι­εῖ­σθαι· ἰ­δί­ᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄ­ντων λή­θη οἱ ἐ­πι­γι­γνό­με­νοί τι­σιν ἔ­σο­νται, καὶ τῇ πό­λει δι­χό­θεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐ­ρη­μοῦ­σθαι καὶ ἀ­σφα­λεί­ᾳ, ξυ­νοί­σει· οὐ γὰρ οἷ­όν τε ἴ­σον τι ἢ δί­και­ον βου­λεύ­ε­σθαι οἳ ἂν μὴ καὶ παῖ­δας ἐκ τοῦ ὁ­μοί­ου πα­ρα­βαλ­λό­με­νοι κιν­δυ­νεύ­ω­σιν. ὅ­σοι δ’ αὖ πα­ρη­βή­κα­τε, τόν τε πλέ­ο­να κέρ­δος ὃν ηὐ­τυ­χεῖ­τε βί­ον ἡ­γεῖ­σθε καὶ τόν­δε βρα­χὺν ἔ­σε­σθαι, καὶ τῇ τῶν­δε εὐ­κλεί­ᾳ κου­φί­ζε­σθε. τὸ γὰρ φι­λό­τι­μον ἀ­γή­ρων μό­νον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀ­χρεί­ῳ τῆς ἡ­λι­κί­ας τὸ κερ­δαί­νειν, ὥ­σπερ τι­νές φα­σι, μᾶλ­λον τέρ­πει, ἀλ­λὰ τὸ τι­μᾶ­σθαι. παι­σὶ δ’ αὖ ὅ­σοι τῶν­δε πά­ρε­στε ἢ ἀ­δελ­φοῖς ὁ­ρῶ μέ­γαν τὸν ἀ­γῶ­να (τὸν γὰρ οὐκ ὄ­ντα ἅ­πας εἴ­ω­θεν ἐ­παι­νεῖν), καὶ μό­λις ἂν κα­θ’ ὑ­περ­βο­λὴν ἀ­ρε­τῆς οὐχ ὁ­μοῖ­οι, ἀλ­λ’ ὀ­λί­γῳ χεί­ρους κρι­θεῖ­τε. φθό­νος γὰρ τοῖς ζῶ­σι πρὸς τὸ ἀ­ντί­πα­λον, τὸ δὲ μὴ ἐ­μπο­δὼν ἀ­να­ντα­γω­νί­στῳ εὐ­νοί­ᾳ τε­τί­μη­ται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυ­ναι­κεί­ας τι ἀ­ρε­τῆς, ὅ­σαι νῦν ἐν χη­ρεί­ᾳ ἔ­σο­νται, μνη­σθῆ­ναι, βρα­χεί­ᾳ πα­ραι­νέ­σει ἅ­παν ση­μα­νῶ. τῆς τε γὰρ ὑ­παρ­χού­σης φύ­σε­ως μὴ χεί­ρο­σι γε­νέ­σθαι ὑ­μῖν με­γά­λη ἡ δό­ξα καὶ ἧς ἂν ἐ­π’ ἐ­λά­χι­στον ἀ­ρε­τῆς πέ­ρι ἢ ψό­γου ἐν τοῖς ἄρ­σε­σι κλέ­ος ᾖ.

Εἴ­ρη­ται καὶ ἐ­μοὶ λό­γῳ κα­τὰ τὸν νό­μον ὅ­σα εἶ­χον πρό­σφο­ρα, καὶ ἔρ­γῳ οἱ θα­πτό­με­νοι τὰ μὲν ἤ­δη κε­κό­σμη­νται, τὰ δὲ αὐ­τῶν τοὺς παῖ­δας τὸ ἀ­πὸ τοῦ­δε δη­μο­σί­ᾳ ἡ πό­λις μέ­χρι δ’ αὖ πα­ρη­βή­κα­τε, τόν τε πλέ­ο­να κέρ­δος ὃν ηὐ­τυ­χεῖ­τε βί­ον ἡ­γεῖ­σθε καὶ τόν­δε βρα­χὺν ἔ­σε­σθαι, καὶ τῇ τῶν­δε εὐ­κλεί­ᾳ κου­φί­ζε­σθε. τὸ γὰρ φι­λό­τι­μον ἀ­γή­ρων μό­νον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀ­χρεί­ῳ τῆς ἡ­λι­κί­ας τὸ κερ­δαί­νειν, ὥ­σπερ τι­νές φα­σι, μᾶλ­λον τέρ­πει, ἀλ­λὰ τὸ τι­μᾶ­σθαι. παι­σὶ δ’ αὖ ὅ­σοι τῶν­δε πά­ρε­στε ἢ ἀ­δελ­φοῖς ὁ­ρῶ μέ­γαν τὸν ἀ­γῶ­να (τὸν γὰρ οὐκ ὄ­ντα ἅ­πας εἴ­ω­θεν ἐ­παι­νεῖν), καὶ μό­λις ἂν κα­θ’ ὑ­περ­βο­λὴν ἀ­ρε­τῆς οὐχ ὁ­μοῖ­οι, ἀλ­λ’ ὀ­λί­γῳ χεί­ρους κρι­θεῖ­τε. φθό­νος γὰρ τοῖς ζῶ­σι πρὸς τὸ ἀ­ντί­πα­λον, τὸ δὲ μὴ ἐ­μπο­δὼν ἀ­να­ντα­γω­νί­στῳ εὐ­νοί­ᾳ τε­τί­μη­ται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυ­ναι­κεί­ας τι ἀ­ρε­τῆς, ὅ­σαι νῦν ἐν χη­ρεί­ᾳ ἔ­σο­νται, μνη­σθῆ­ναι, βρα­χεί­ᾳ πα­ραι­νέ­σει ἅ­παν ση­μα­νῶ. τῆς τε γὰρ ὑ­παρ­χού­σης φύ­σε­ως μὴ χεί­ρο­σι γε­νέ­σθαι ὑ­μῖν με­γά­λη ἡ δό­ξα καὶ ἧς ἂν ἐ­π’ ἐ­λά­χι­στον ἀ­ρε­τῆς πέ­ρι ἢ ψό­γου ἐν τοῖς ἄρ­σε­σι κλέ­ος ᾖ.

Εἴ­ρη­ται καὶ ἐ­μοὶ λό­γῳ κα­τὰ τὸν νό­μον ὅ­σα εἶ­χον πρό­σfora, καὶ ἔρ­γῳ οἱ θα­πτό­με­νοι τὰ μὲν ἤ­δη κε­κό­σμη­νται, τὰ δὲ αὐ­τῶν τοὺς παῖ­δας τὸ ἀ­πὸ τοῦ­δε δη­μο­σί­ᾳ ἡ πό­λις μέ­χρι ἥ­βης θρέ­ψει, ὠ­φέ­λι­μον στέ­φα­νον τοῖσ­δέ τε καὶ τοῖς λει­πο­μέ­νοις τῶν τοι­ῶν­δε ἀ­γώ­νων προ­τι­θεῖ­σα· ἆ­θλα γὰρ οἷς κεῖ­ται ἀ­ρε­τῆς μέ­γι­στα, τοῖς δὲ καὶ ἄν­δρες ἄ­ρι­στοι πο­λι­τεύ­ου­σιν. νῦν δὲ ἀ­πο­λο­φυ­ρά­με­νοι ὃν προ­σή­κει ἑ­κά­στῳ ἄ­πι­τε.

Τοι­όσ­δε μὲν ὁ τά­φος ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ χει­μῶ­νι τού­τῳ·

Ο Άγνωστος Στρατιώτης Ευάγγελος Κλωνής

Esquire, Νοέμβριος 2004
http://digitaljournalist.org/issue0510/swanson.html


Κοιτάξτε αυτή τη φωτογραφία...


Είναι ίσως η διασημότερη φωτογραφία του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, τραβηγμένη από τον σπουδαίο Γιουτζίν Σμιθ. Δείχνει καλύτερα από κάθε άλλη τη γενναιότητα και το θάρρος του ανώνυμου Αμερικάνου φαντάρου που πολέμησε για την ελευθερία. Με το τσιγάρο να κρέμεται μάγκικα στα χείλη, και με ένα βλέμμα που τσακίζει κόκαλα, αυτός ο στρατιώτης έγινε το σύμβολο της Μεγαλύτερης Γενιάς των Αμερικάνων.

Αυτός ο στρατιώτης, όμως, δεν είναι Αμερικανός.

Λέγεται Ευάγγελος Κλωνής.

Είναι Έλληνας.

Ο Ατλαντικός ήταν γκρίζος, και η συννεφιά ήταν βαριά. Υπήρχε παντού η μυρωδιά της θάλασσας, και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των κυμάτων. Είχε φουσκοθαλασσιά, και τα αποβατικά σκάφη, τα επονομαζόμενα «σκάφη Χίγκινς», από τον ιδιοφυή μπεκρή που τα είχε σχεδιάσει, λικνίζονταν σαν καρυδότσουφλα καθώς πλησίαζαν την ακτή. Πολλοί έκαναν εμετό. Μερικοί επειδή ζαλίζονταν από τη θάλασσα.

Ο Βαγγέλης είχε στο πλάι του τον Ιρλανδό, όπως πάντα. Ήταν κολλητοί φίλοι εδώ και μήνες, απ’ το Σαουθάμπτον, όπου περίμεναν πότε θα έρθει η ώρα για την απόβαση. Στέκονταν στοιβαγμένοι μέσα στο Χίγκινς με καμιά τριανταριά άλλους, όλοι τους νέοι, ντυμένοι στα χακί, με τα κράνη στο κεφάλι, και ένα μεγάλο κόκκινο «1» στον ώμο, το σήμα της 1ης Μεραρχίας Πεζικού, της θρυλικής Big Red One.

Ήταν 6 Ιουνίου του 1944. Η D-Day.

Και ήταν 6:30 το πρωί. Αυτό ήταν το πρώτο κύμα της απόβασης της Νορμανδίας. Ο Βαγγέλης στεκόταν σιωπηλός δίπλα στον Ιρλανδό και σκεφτόταν την Κεφαλονιά. Και μετά ο πυθμένας του Χίγκινς έγδαρε την άμμο της Όμαχα Μπιτς, και η πόρτα άνοιξε, και οι φαντάροι της Big Red One ξεχύθηκαν στο σφαγείο.

Οι Κεφαλλονίτες είναι μια ιδιόμορφη κατηγορία Ελλήνων. Πολλοί τους αποκαλούν μουρλούς, και πολλοί το παραδέχονται κιόλας, αλλά το σίγουρο είναι ότι στην ιστορία τους έχουν να παρουσιάσουν τα πιο ασυνήθιστα επιτεύγματα από όλους τους Έλληνες. Ένας από αυτούς, για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Γεράκης, έγινε αντιβασιλιάς στο Σιάμ. Ένας άλλος, ο Ιωάννης Φωκάς, έκανε το 1592 τον περίπλου του Καναδά και πέρασε στον Ειρηνικό, όπου το στενό ανάμεσα στο Βανκούβερ και την ηπειρωτική χώρα έχει ακόμα το όνομά του. Ένας άλλος, ο μηχανικός Μαρίνος Χαρμπούρης, κατάφερε εν έτει 1770 να μεταφέρει ένα βράχο βάρους 2000 τόνων από ένα έλος της Φινλανδίας στην Αγία Πετρούπολη. Από ότι φαίνεται, αυτή η εκλεκτή παρέα κεφαλλονιτών ηρώων πρόκειται να υποδεχτεί ένα νέο μέλος.

Ο Ευάγγελος Κλωνής γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο της κοινότητας Πάστρας στις 28 Οκτωβρίου του 1916. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας που συνολικά θα αποκτούσε οκτώ. Ο Βαγγέλης άρχισε να καπνίζει όταν ήταν τεσσάρων, άρχισε να δουλεύει όταν ήταν πέντε, και παράτησε το σχολείο στην Τρίτη Δημοτικού. Στα 14 του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δούλευε ο μεγαλύτερος αδερφός του. Εκεί δούλεψε σαν εισπράκτορας στο λεωφορείο ενός άλλου Κεφαλλονίτη, του Γεράσιμου Αρσένη: Φορούσε την άσπρη του στολή και έκοβε τα εισιτήρια. Ότι έβγαζε το έστελνε στη μητέρα του, αλλά τα λεφτά ήταν λίγα. Μια μέρα, όταν ήταν 16 χρονών, το λεωφορείο είχε σταματήσει στον Πειραιά, και ο Βαγγέλης είδε κάτι ναύτες να βγαίνουν από ένα καράβι, να πηγαίνουν σε ένα κοντινό κρεοπωλείο, να φορτώνουν κομμάτια κρέας στον ώμο, και να τα μεταφέρουν στο καράβι. Οι ναύτες φορούσαν άσπρες στολές. Ο Βαγγέλης πήγε αμέσως στον Αρσένη, του έδωσε τις εισπράξεις της ημέρας και του είπε: «Εγώ φεύγω. Πες στη μάνα μου ότι θα της στείλω λεφτά από την Αμερική». Και πήγε στο κρεοπωλείο, και φορτώθηκε ένα κομμάτι κρέας, και μπήκε σκυφτός στο καράβι, και κρύφτηκε στα αμπάρια.

Έμεινε κρυμμένος τρεις μέρες, όταν η δίψα, η πείνα, και οι αρουραίοι τον ανάγκασαν να παραδοθεί. Είχαν ήδη περάσει το Γιβραλτάρ, και ο καπετάνιος δεν είχε επιλογή απ’ το να τον βάλει στη δουλειά, μέχρι να πιάσουν λιμάνι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού συμπάθησε το νεαρό, και τον έβαζε τα βράδια να τους λέει τραγούδια απ’ το νησί. Ο καπετάνιος, βλέπετε, ήταν κι αυτός κεφαλλονίτης. Όταν έφτασαν στο Λος Άντζελες, ο καπετάνιος προσφέρθηκε να εξασφαλίσει χαρτιά στον Βαγγέλη, για να τον κάνει ναυτικό, αλλά αυτός δεν ήθελε. Έτσι τον αποχαιρέτησε δίνοντάς του ένα τελευταίο δώρο, που θα τον διευκόλυνε να περάσει από τον τελωνειακό έλεγχο. Ο Βαγγέλης δεν ήξερε λέξη αγγλικά, και δεν είχε κανένα χαρτί πάνω του, έτσι όταν ήρθε η σειρά του, έκανε τον κωφάλαλο, και δεν απαντούσε σε καμία ερώτηση. Οι υπάλληλοι τον άφησαν να περάσει, επειδή ήταν όμορφος και σοβαρός, και επειδή φορούσε ένα εντυπωσιακό, επίσημο κοστούμι.

Στο Λος Άντζελες έπιασε δουλειά στο ανθοπωλείο ενός άλλου κεφαλονίτη, του Σπύρου Στεφανάτου (ο οποίος σήμερα ζει στην Κεφαλονιά –είναι 94 χρονών). Η πόλη όμως δεν του άρεσε –είχε πολύ κόσμο, και δεν είχε συνηθίσει. Μετακόμισε στο Ντένβερ του Κολοράντο, όπου δούλευε σαν πιατάς σε ένα εστιατόριο, και κάποια στιγμή πήρε και μια δικιά του καντίνα με χοτ-ντογκ και τα πούλαγε στο δρόμο. Εκτός από την ωριμότητα που είχε αποκτήσει δουλεύοντας τόσα χρόνια, μια ωριμότητα που τον έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος από ότι ήταν, είχε και τα γονίδια με το μέρος του. Καθώς άφηνε πίσω τον εφηβικό εαυτό του, μεταμορφωνόταν σε έναν πολύ εντυπωσιακό άντρα. Δεν ήταν πολύ ψηλός, ούτε ιδιαίτερα μεγαλόσωμος, αλλά είχε πολύ καθαρό, αρρενωπό πρόσωπο, και ένα έντονο βλέμμα που έκανε αμέσως εντύπωση στις κοπελιές. Μια ελληνοπούλα τον ερωτεύτηκε, και ήθελε να τον παντρευτεί. Αυτός όμως αρνήθηκε –υποστήριξε ότι ήταν μικρός ακόμα, και έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του στην Ελλάδα. Οπότε αυτή τον απείλησε ότι θα τον καταδώσει στις Αρχές, καθώς εξακολουθούσε να ζει και να δουλεύει στη χώρα παράνομα.

Ο Βαγγέλης έφυγε από το Ντένβερ και πήγε στο Σικάγο, όπου δούλεψε σε εστιατόρια και μπαρ («μπάρες», όπως τα αποκαλεί ο γιος του Νίκος), αλλά δεν του άρεσε καθόλου το κρύο, έτσι έφυγε κι από εκεί και πήγε στο Χιούστον. Εκεί τον ενοχλούσε η υγρασία, οπότε επέστρεψε στο Ντένβερ, όπου το κλίμα του άρεσε, ελπίζοντας ότι η κοπελιά θα είχε βρει κάποιον άλλο, και θα τον άφηνε ήσυχο. Έτσι έγινε, αλλά δεν έμελλε να μείνει ούτε εκεί για πολύ. Ένας κεφαλλονίτης φίλος του πρότεινε να πάνε στη Σάντα Φε του Νιου Μέξικο για να βρούνε κάποιους φίλους (κεφαλλονίτες φυσικά), και τον ακολούθησε.

Η Σάντα Φε τότε είχε 8000 κατοίκους, από τους οποίους οι 800 ήταν Έλληνες. Η κοινότητα ήταν πολύ ζωντανή, και όλα τα εστιατόρια, τα μπαρ και τα κοσμηματοπωλεία ήταν ελληνικά. Ο Βαγγέλης λάτρεψε το μέρος –όλα εκεί, ακόμα και το κλίμα, του θύμιζαν Ελλάδα. Ένας Ζακυνθινός, ο Παναγιώτης Πομόνης, τον πήρε στη δουλειά του, σε ένα μπαρ-εστιατόριο που είχε. Αυτός και η γυναίκα του Ελένη τον δέχτηκαν σαν παιδί τους, και ο Βαγγέλης τους το ανταπέδωσε δουλεύοντας σκληρά. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, και ο Βαγγέλης γρήγορα έγινε συνέταιρος στο μαγαζί. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: Εξακολουθούσε να είναι παράνομος. Όταν άρχισε ο Πόλεμος, βγήκε ένα νέο διάταγμα που καλούσε τους παράνομους μετανάστες να καταταγούν, με αντάλλαγμα την αμερικανική υπηκοότητα. Έτσι ο Βαγγέλης Κλωνής αποφάσισε να πάει στον πόλεμο.

«Ο πατέρας μου ποτέ δεν μίλαγε για τον πόλεμο», λέει ο Νίκος Κλωνής, ο δεύτερος από τους τρεις γιους το Βαγγέλη. «Δεν του άρεσε να λέει ιστορίες γι’ αυτά τα πράγματα. Και μερικές φορές, όταν τον ρωτάγαμε επίμονα, μας μάλωνε».

Η θητεία του Βαγγέλη Κλωνή είναι ένα μεγάλο μυστήριο, όχι τόσο για τα (πολλά) πράγματα που δεν ξέρουν ούτε οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, αλλά για τις λεπτομέρειες που είναι γνωστές και επιβεβαιωμένες, οι οποίες συνθέτουν μια ημιτελή, αλλά απίστευτη ιστορία. Αυτά που ξέρουμε, από τις ιστορίες που είπε στα παιδιά του, από τα αντικείμενα που άφησε πίσω του, και από διάφορα στοιχεία από επίσημα αρχεία που έχουν ανακαλύψει οι δικοί του, πληροφορίες ανεπιβεβαίωτες αλλά πιθανότατα αληθινές, είναι τα εξής: Ο Βαγγέλης Κλωνής, μετά την κατάταξή του, ταξίδεψε στο Fort Bliss στο Τέξας όπου εκπαιδεύτηκε με το στρατό ξηράς. Χάρη στις εντυπωσιακές του επιδόσεις (ήταν άριστος σκοπευτής) τον έστειλαν στην Βιρτζίνια, στη Βάση των Πεζοναυτών. Εκεί τον κορόιδευαν επειδή δεν ήξερε καλά αγγλικά και επειδή δεν ήταν μεγαλόσωμος, στο γνωστό πνεύμα της εκπαίδευσης και της σκληραγώγησης, αλλά ο Κλωνής ήταν πλέον 25 χρονών και από αυτά είχε δουλέψει στα 20, οπότε δεν ήταν ιδιαίτερα δεκτικός σε τέτοιου είδους εκπαίδευση, και δεν χρειαζόταν άλλη σκληραγώγηση. Πλακώθηκε με κάμποσους σκληροτράχηλους marines, και τελικά μετατέθηκε πίσω στο Στρατό Ξηράς. Φεύγοντας έκλεψε αυτά τα λουριά που χρησιμοποιούσαν οι πεζοναύτες για να δένουν το καμουφλάζ στα κράνη τους. Του άρεσαν πιο πολύ από το δίχτυ που έβαζαν στο στρατό ξηράς, κι αυτό ήταν το μόνο πράγμα που κράτησε από τους Πεζοναύτες.

Στη συνέχεια πήγε στη Γιούμα της Αριζόνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο, και μετά επέστρεψε στη Βάση της Βιρτζίνια με το Στρατό. Η εκπαίδευσή του είχε πια τελειώσει, και περίμενε να ακούσει που θα τον στείλουν, πιθανότατα στον Ειρηνικό, όταν ένας βαθμοφόρος ήρθε και τον βρήκε και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως. «Σου έχω άσχημα νέα», του είπε. «Οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά σου στην Ελλάδα. Δεν έζησε κανείς. Μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις μια άδεια και να επιστρέψεις στο σπίτι σου στην Σαντα Φε». Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει στην Σάντα Φε, μπορούσε να κλάψει κι εκεί που ήταν. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα: «Στείλτε με στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στους Γερμανούς».

Ο πρώτος σταθμός του Κλωνή στον πόλεμο ήταν στην Βόρεια Αφρική. Πολέμησε στην Τυνησία, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε ήδη ενσωματωθεί στην 1η Μεραρχία Πεζικού, η οποία «καθάρισε» αυτό το μέτωπο στις 9 Μαΐου του ’43, με την παράδοση 40.000 Γερμανών των «Afrika Korps». Στη συνέχεια η Big Red One προχώρησε στη Σικελία την οποία απελευθέρωσε, και μετά επέστρεψε στην Αγγλία, για να προετοιμαστεί για μια άλλη μεγάλη αποστολή: Την απόβαση στη Νορμανδία. Στο Σαουθάμπτον ο Κλωνής περνούσε την ώρα του κάνοντας βόλτες με τον Ιρλανδό φίλο του (το όνομα του οποίου παραμένει άγνωστο) και παίζοντας μπαρμπούτι. Πέρασε μερικούς μήνες σχετικά ξένοιαστους, με διαλείμματα έντασης όταν οι Γερμανοί αποφάσιζαν να βομβαρδίσουν. Σε έναν από τους βομβαρδισμούς, ο Βαγγέλης πήρε στα χέρια του ένα 12χρονο τραυματισμένο κορίτσι, και το πήγε στον Ερυθρό Σταυρό. Το κορίτσι πέθανε λίγα λεπτά αργότερα, και ο Βαγγέλης πήρε το θέμα προσωπικά: Καβάλησε ένα αντιαεροπορικό και άρχισε να ρίχνει Γερμανικά αεροπλάνα μόνος του.


Καθώς έμπαινε το καλοκαίρι του ’44, οι συμμαχικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για την μεγάλη και κρίσιμη Επιχείρηση Overlord, που θα περιλάμβανε τη μαζική απόβαση στις ακτές τις Γαλλίας. Θα ήταν μια επιχείρηση δύσκολη, γιατί οι Γερμανοί την περίμεναν. Από την έκβασή της θα κρινόταν η πορεία του πολέμου. Στις 4 Ιουνίου του ’44, δύο μέρες πριν από την D-Day, ο Στρατηγός Άιζενχάουερ που είχε αναλάβει την διοίκηση της συμμαχικής στρατιάς, επισκέφθηκε τους στρατιώτες στο Σαουθάμπτον και κουβέντιασε μαζί τους. Ο Βαγγέλης έσπευσε να δώσει τα διαπιστευτήριά του, σε μια συνομιλία που μου μετέφερε ο γιος του: «Εγώ δεν είμαι Αμερικάνος», είπε. «Έρχομαι από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί σκότωσαν όλη μου την οικογένεια. Θα πάω στη μάχη, και δεν με νοιάζει αν πεθάνω». «Είσαι Αμερικάνος γιατί φοράς τη στολή μας», του απάντησε ο Άικ. «Θα πολεμήσεις για την καινούρια σου πατρίδα, αλλά μετά θα γυρίσεις, για να γευτείς τους καρπούς της νίκης». Και ο Βαγγέλης Κλωνής έκανε ακριβώς αυτό.

Μετά την απόβαση, τα αμερικανικά στρατεύματα διέσχισαν τη Γαλλία. Ο Βαγγέλης πολέμησε στη Μάχη των Αρδεννών στο παγωμένο Βέλγιο, μια πολύ σημαντική σύγκρουση, όπου οι Σύμμαχοι κινδύνευσαν να χάσουν τον πόλεμο. Μέχρι εκείνο το σημείο πιθανότατα εξακολουθούσε να υπηρετεί με την Big Red One, αλλά στα πράγματά του οι δικοί του βρήκαν και ένα άλλο σήμα, το σήμα των Tigers, που επισήμως ήταν γνωστοί ως 10η Μεραρχία Τεθωρακισμένων και επίσης συμμετείχαν στη Μάχη. Στα προσωπικά του αντικείμενα βρέθηκαν ακόμα τρεις διαφορετικές στολές, και τα στοιχεία συμφωνούν ότι υπηρέτησε επίσης στην 82η και την 101η Μεραρχία Αεροπορίας, και στην 654η Μεραρχία Πυροβολικού. Δεν υπάρχει ακόμα εξήγηση για το πώς ένας στρατιώτης θα μπορούσε να πολεμήσει με τόσες διαφορετικές Μεραρχίες. Οι ενδείξεις δείχνουν ότι η θητεία του Βαγγέλη Κλωνή δεν ήταν καθόλου τυπική ή φυσιολογική. Ο Κλωνής πολέμησε στην Αυστρία, την Πολωνία, τη Γερμανία, μπήκε στο Βερολίνο και το Παρίσι, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πήγε και στον Ειρηνικό. Για τίποτα από όλα αυτά δεν μιλούσε, όμως, δεμένος από όρκους και διαταγές. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν ότι δεν ήταν ένας απλός φαντάρος. Πήρε ασυνήθιστα πολλά μετάλλια (η οικογένειά του αυτό τον καιρό προσπαθεί να εντοπίσει ακριβώς πόσα και ποια), και δέχτηκε και μια θερμότατη ευχαριστήρια επιστολή από τον Πρόεδρο Τρούμαν με ιδιόχειρη υπογραφή. Ο Νίκος Κλωνής έχει ρωτήσει δεκάδες βετεράνους, αλλά ακόμα δεν έχει βρει κανένα που έλαβε τέτοια επιστολή μετά τον πόλεμο.

Κάτι άλλο που ξέρουμε είναι ότι κάποια στιγμή, το 1945, βρέθηκε έξω από το Βερολίνο και, υψηλόβαθμος πλέον, πήρε μια απόφαση που έμελλε να τον οδηγήσει στο στρατοδικείο. Σύμφωνα με την ιστορία που εξομολογήθηκε στους γιους του, η ομάδα του, που συνοδευόταν από τεθωρακισμένα, είχε αποκλειστεί από έναν ορμητικό χείμαρρο που είχε 6-7 μέτρα βάθος, και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ήξεραν ότι μια μεγάλη δύναμη Γερμανών πλησίαζε –υπολόγιζαν ότι είχαν δύο ώρες να απομακρυνθούν πριν τους φτάσουν, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν το χείμαρρο. Σε εκείνο το σημείο είχε γίνει μια μάχη, και υπήρχαν πολλοί νεκροί τριγύρω. «Ήταν απάνθρωπο», ομολόγησε ο Βαγγέλης Κλωνής, «αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα άλλο. Δυο ώρες είχαμε. Κατ τότε το μυαλό μου πήρε μια κεφαλλονίτικη στροφή». Έδωσε τη διαταγή, και οι φαντάροι γέμισαν το χείμαρρο με πτώματα Αμερικάνων και Γερμανών, για να μπορέσουν να περάσουν τα τεθωρακισμένα από πάνω τους.

Λίγους μήνες αργότερα, στην οικογένεια του Πομόνη έφτασε ένα γράμμα από το Υπουργείο Αμύνης: Η κυβέρνηση, μετά λύπης, ενημέρωνε τους συγγενείς και τους φίλους ότι ο Βαγγέλης είχε σκοτωθεί. Στο εστιατόριο έγινε ένα μεγάλο μνημόσυνο, και όλοι οι Έλληνες περνούσαν από εκεί για να κλάψουν. Μόνο σε μια γωνιά καθόταν και έπινε ένας Κεφαλονίτης, ο Θεοδωράτος, και έμοιαζε να μην ασχολείται. Τον ρώτησαν γιατί δεν λυπάται για τον φίλο του, και αυτός τους κοίταξε και απάντησε: «Τι να σας πω ρε μαλάκες. Αυτός ζει. Μια των ημερών θα ανοίξει την πόρτα και θα μπει μέσα. Είναι μεγάλος κερατάς. Λένε μαλακίες αυτοί, δεν τον πιάνει σφαίρα το Βαγγέλη. Δεν του κάνω μνημόσυνο εγώ». Το Γενάρη του 1946, ο Βαγγέλης Κλωνής βγήκε μαζί με τους άλλους βετεράνους από το λεωφορείο και προχώρησε προς το μαγαζί του στη Σάντα Φε. Είχε χάσει την μεταλλική του ταυτότητα, και την είχαν βρει δίπλα σε ένα πτώμα.

Μετά τον πόλεμο ο Βαγγέλης συνέχισε να δουλεύει με τους Πομόνηδες, και πάντα έστελνε λεφτά στο θείο του, τον Γεράσιμο Στάβερη στην Ελλάδα. Ένα απόγευμα, όταν πήγε στο μαγαζί να δουλέψει, ένας άλλος κεφαλλονίτης που δούλευε εκεί τον πλησίασε και του έδωσε ένα γράμμα. Από την Ελλάδα.

Το γράμμα έγραφε: «Αγαπημένε μας Βαγγέλη. Δεν ξέρουμε που είσαι, εδώ και 6-7 χρόνια. Ο Στάβερης μας βοηθά, αλλά δεν ξέρουμε αν είσαι καλά και που βρίσκεσαι. Εμείς είμαστε καλά. Περάσαμε δύσκολες στιγμές στο πόλεμο, αλλά είμαστε όλοι καλά, και θέλουμε να σε δούμε. Οι γονείς σου». Ο Βαγγέλης δεν δούλεψε εκείνο το απόγευμα. Πήρε μια μπουκάλα ουίσκι και έκατσε σε μια γωνιά με ένα φίλο και έκλαιγε. Όπως είπε αργότερα: «Έκανα και ένα μνημόσυνο για τους Γερμανούς. Σκότωσα πολλούς που δεν έπρεπε να σκοτώσω».

Το 1950, ο Βαγγέλης γύρισε στην Κεφαλονιά και είδε ξανά την οικογένειά του. Ένα από τα πρώτα πράγματα που του είπε η μάνα του ήταν: «Ξέρω ότι κυνηγάς τις γυναίκες και αυτές σε κυνηγάνε, αλλά πρέπει να βρεις μια να παντρευτείς, για να μη γυρνάς σα ρεμάλι». Και βάλθηκε να τον παντρολογεί σε όλο το νησί, καθώς είχε φτάσει πια τα 34, και ήθελε να τον δει γαμπρό. Ο Βαγγέλης όμως είχε συνηθίσει τις πολλές και όμορφες γυναίκες, και της ξεκαθάρισε ότι θα πρέπει να βρεθεί κάτι πολύ ιδιαίτερο για να τον κάνει να παντρευτεί. Από όσες έβλεπε δεν του άρεσε καμία, μέχρι που πήγε στη Σκάλα και είδε την Κική.

«Όταν τον είδα, εμένα μου άρεσε», θυμάται η Κική Κλωνή, το γένος Κουρκουμέλη, η γυναίκα του. «Ήταν πολύ όμορφος, σαν movie star, σαν τον Κλαρκ Γκέιμπλ, και ακόμα καλύτερος. Ήταν κεφαλλονίτης μάγκας». Ο Βαγγέλης όταν την είδε ζήτησε να πάει αμέσως στο σπίτι του πατέρα της. Μέσα σε μια εβδομάδα είχαν αρραβωνιαστεί. Μέσα στο μήνα παντρεύτηκαν. Επέστρεψαν στην Αμερική, και έκαναν τρία παιδιά, στη Σάντα Φε. Κάποια στιγμή η JC Penney’s έκανε μια μεγάλη προσφορά και νοίκιασε το κτίριο του εστιατορίου του Πομόνη, έτσι ο Βαγγέλης έμεινε χωρίς δουλειά. Τα παιδιά πλησίαζαν και την σχολική ηλικία, οπότε πήρε την απόφαση: «Θέλω να πάω τα παιδιά στην Κεφαλονιά, να κάνουμε άλλη μια γενιά Έλληνες».

Η οικογένεια επέστρεψε στην ρημαγμένη από το σεισμό Κεφαλονιά, και πιθανότατα θα έμεναν για πάντα εδώ, αν δεν ερχόταν η χούντα. Το καθεστώς απαιτούσε τα παιδιά να πάνε στρατό, έτσι ο Κλωνής πήρε την οικογένεια και ξαναγύρισε στη Σάντα Φε. Ο Βαγγέλης είδε τα παιδιά του να μεγαλώνουν –ο μεγαλύτερος, ο Άγγελος, έχει σπουδάσει πυρηνική φυσική και δουλεύει στο Ναυτικό. Ο Νίκος, ο δεύτερος, κρατά το μπαρ Evangelo’s στο κέντρο του Σάντα Φε, που ο Βαγγέλης άνοιξε το ’70. Ο Δήμος, ο τρίτος, είναι καρδιολόγος. Όσο περνούσαν τα χρόνια, άρχισε να λέει ιστορίες από τη ζωή του στον πόλεμο, ψήγματα πληροφοριών που έδιναν στα παιδιά και τους φίλους του μια άλλη εικόνα για τον πατέρα τους.

Όσο κι αν προσπαθούσε να τις ξεχάσει, οι εμπειρίες του από τον πόλεμο τον είχαν σημαδέψει. «Μερικές φορές, όταν έβλεπε ταινίες για τον πόλεμο στην τηλεόραση, έκλαιγε», θυμάται η γυναίκα του. «Μερικές φορές γινόταν νευρικός και μόνο που τα σκεφτόταν». Ο Βαγγέλης δεν ξαναταξίδεψε με αεροπλάνο, και δεν συμπαθούσε τη φασαρία. «Την ηρεμία την έβρισκε μόνο στη Σάντα Φε και στα Κοριάνα, στην Κεφαλονιά», θυμάται η Πελαγία Στεφανάτου, η κόρη του Σπύρου. Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος εξακολουθούσε να μοιάζει μια παρένθεση στη ζωή του, και οι γνωστοί του την αντιμετώπιζαν ως τέτοια, χωρίς να δίνουν πολλή σημασία. Είχαν τον Κλωνή στο μυαλό τους ως αυτό τον γλετζέ, γοητευτικό, εξωστρεφή Έλληνα, που βωμολοχούσε ακατάσχετα και λάτρευε τις παρέες και τα τραγούδια.

Ο Βαγγέλης Κλωνής πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1989. Κηδεύτηκε στα Κοριάνα, και όλοι όσοι τον ήξεραν κράτησαν μαζί τους ο καθένας τη δική του, προσωπική εικόνα γι’ αυτόν. Υπήρχε όμως μια άλλη εικόνα, πολύ διάσημη, που κυκλοφορούσε εδώ και χρόνια, αλλά κανείς δεν την είχε συνδέσει με τον Βαγγέλη. Μέχρι το 1991. «Μια μέρα», θυμάται η Κική Κλωνή, «είχα πάει με το Νίκο και τα εγγόνια μου στο εμπορικό κέντρο. Ο Νίκος είχε πάει να πάρει περιοδικά, κι εγώ πήγα με τα εγγόνια για να τους πάρω παιχνίδια. Κάποια στιγμή βλέπω το Νίκο να έρχεται τρέχοντας. «Μάνα τρέχα!» φώναζε. «Ο πατέρας!» Και εκεί, στο εξώφυλλο του περιοδικού Life, ήταν ο άντρας μου, με στρατιωτικό κράνος και ένα τσιγάρο στο στόμα, και κοίταζε βλοσυρά προς τα πίσω».

Ο Γιουτζιν Σμιθ γεννήθηκε το 1918 στο Κάνσας, και εμφάνισε μια κλίση προς τη φωτογραφία από πολύ μικρή ηλικία. Μεγαλώνοντας έγινε ένας από τους καλύτερους φωτορεπόρτερ που έζησαν ποτέ, δούλεψε για το Life, το Newsweek, και άλλες μεγάλες εκδόσεις, αποκτώντας τη φήμη του λεπτολόγου καλλιτέχνη, που ήταν πρόθυμος να δουλέψει ακόμα και δύο εβδομάδες πάνω σε μια φωτογραφία για να βγάλει το αποτέλεσμα που θέλει. Πήρε διάσημες φωτογραφίες από τον πόλεμο, ανάμεσα στις οποίες και δύο λήψεις του Βαγγέλη Κλωνή: Η φωτογραφία με το τσιγάρο, και η εικόνα με το παγούρι, η οποία πριν από λίγα χρόνια έγινε γραμματόσημο στις ΗΠΑ.

«Ο Γιουτζίν Σμιθ ήταν ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος», μου εξηγεί ο Τζέιμς Ένιαρτ, καθηγητής φωτογραφίας στο Κολέγιο της Σάντα Φε, που τον ήξερε καλά. «Είχε δαίμονες που τον κατάτρεχαν σε όλη του τη ζωή. Ήταν μια ψυχή βασανισμένη, αλλά μπορεί αυτοί οι δαίμονες να τροφοδοτούσαν την ιδιοφυία του». Ο Ένιαρτ έζησε μαζί με τον Σμιθ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, και ήταν δίπλα του όταν πέθανε. Έχει ήδη γράψει ένα μεγάλο βιβλίο για το έργο του, και τώρα έχει ξεκινήσει έρευνες για ένα νέο βιβλίο, στο οποίο θα μελετά τη ζωή του Σμιθ παράλληλα με τη ζωή ενός από τα θέματά του: Του Βαγγέλη Κλωνή.

«Αυτοί οι άντρες είχαν πολλές ομοιότητες», μου λέει. «Ήταν εικονοκλάστες, αψηφούσαν το θάνατο, ήταν πολύ συναισθηματικοί, διψούσαν για περιπέτεια». Είχαν ακόμα παρόμοια ηλικία και έζησαν από πολύ κοντά τον πόλεμο –και κάποια στιγμή, κατά τη διάρκειά του, συναντήθηκαν.

Αυτή η συνάντηση είναι άλλο ένα μεγάλο μυστήριο.

Οι δύο φωτογραφίες του Σμιθ φέρεται ότι πάρθηκαν στο νησί Σαϊπάν του Ειρηνικού, όπου έγινε μία από τις σημαντικότερες Αμερικανο-Ιαπωνικές μάχες του πολέμου. Υπάρχει ένα πρόβλημα, όμως: Η απόβαση στο Σαϊπάν έγινε στις 15 Ιουνίου του 1944, εννέα μέρες μετά την απόβαση στη Νορμανδία.

«Το πιο πιθανό είναι ότι ο Κλωνής έφτασε εκεί κάποια στιγμή σε μια μυστική αποστολή», λέει ο Ένιαρτ. «Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε ακόμα. Ξέρω ότι ο Σμιθ ταξίδευε συχνά, και απλά πρέπει να ερευνήσουμε τα ταξίδια του και όποια στοιχεία μπορούμε να βρούμε για την θητεία του Κλωνή, ώστε να μάθουμε πότε και που πάρθηκαν οι φωτογραφίες». Στην πορεία, ο Ένιαρτ ελπίζει να μάθει περισσότερα για την υπηρεσία του Κλωνή στον πόλεμο. «Οπωσδήποτε δεν ήταν μια τυπική θητεία», μου λέει. «Συμμετείχε σε υπερβολικά πολλά θέατρα επιχειρήσεων, και είχε εκπαιδευτεί για να χρησιμοποιεί σχεδόν όλα τα όπλα και όλα τα οχήματα –μπορούσε να οδηγεί ακόμα και τανκ. Φαίνεται πως ήταν κομάντο στις Ειδικές Δυνάμεις». Τα παιδιά του Βαγγέλη Κλωνή έχουν αρχίσει ήδη να ψάχνουν όποια στοιχεία μπορούν να βρουν για τη θητεία του πατέρα τους, για να διευκολύνουν την έρευνα του Ένιαρτ, και για να μάθουν την αλήθεια. Το αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι, θα είναι συναρπαστικό: Θα είναι η πλήρης, αληθινή ιστορία ενός Έλληνα ήρωα.

Όλα ήταν ματωμένα. Το κύμα που έσκαγε στην αμμουδιά ήταν κόκκινο. Η αμμουδιά ήταν κόκκινη. Και μετά, όταν όλα τελείωσαν, η αμμουδιά δεν φαινόταν, είχε κρυφτεί από τα πτώματα, που στην άκρη της θάλασσας παρασέρνονταν από το κόκκινο κύμα σε ένα μακάβριο λίκνισμα.

Ο Ιρλανδός ήταν δίπλα του στην αρχή. Σέρνονταν μαζί, σαν ένας άνθρωπος, πάνω στην άμμο της Όμαχα Μπιτς, ενώ γύρω τους το μόνο που ακουγόταν ήταν οι σφαίρες: Σφαίρες που σφύριζαν στον αέρα, σφαίρες που καρφώνονταν στην παραλία με ένα κούφιο «παφ» τινάζοντας την άμμο, σφαίρες που έσκαγαν στο νερό και διαπερνούσαν τα σκάφη Χίγκινς, σφαίρες που έσκιζαν σάρκες και τσάκιζαν κόκαλα. Μία σφαίρα βρήκε τον Ιρλανδό στο μέτωπο και διέλυσε το κεφάλι του. Τα μυαλά του χύθηκαν πάνω στον Βαγγέλη.

Την 6η Ιουνίου του 1944, στην δεύτερη από τις πέντε παραλίες όπου θα γινόταν η απόβαση της Νορμανδίας, την επονομαζόμενη Όμαχα Μπιτς, μόνο ένας από τους λόχους του αμερικανικού στρατού αποβιβάστηκε στο σημείο που έπρεπε. Μόνο δύο από τα 29 τανκς που θα πλαισίωναν την απόβαση έφτασαν στην ακτή. Οι βομβαρδισμοί των προηγουμένων ημερών είχαν αστοχήσει τελείως, και έτσι πλήρεις Γερμανικές δυνάμεις φυλούσαν τους λόφους πάνω από την παραλία, και ξερνούσαν μολύβι στους αβοήθητους φαντάρους της Big Red One.

Από τους εκατό πρώτους που πάτησαν στην αμμουδιά, οι 87 σκοτώθηκαν. Μέχρι το μεσημέρι, όταν όλα ήταν κόκκινα και τα πτώματα είχαν καλύψει τα πάντα, μια χούφτα επιζώντες προσπαθούσε να ξεκολλήσει από την παραλία και να καλυφτεί στους πρόποδες των λόφων. Ο Βαγγέλης Κλωνής ήταν εκεί, μέσα στο σφαγείο, και σκεφτόταν την Κεφαλονιά. Πιθανότατα σκεφτόταν ότι δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Θα επιζούσε, όμως, και θα γυρνούσε ξανά το νησί του, και θα ζούσε μια μεγάλη και γεμάτη ζωή, με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και θα κρατούσε για πάντα τη φωτογραφία του Ιρλανδού στο πορτοφόλι του, και θα γέλαγε και θα φώναζε και θα έπινε, και θα έβριζε σε κάθε ευκαιρία αγίους, Χριστούς και Παναγίες, και η Κική του θα του φώναζε «Θα σε κάψει ο Θεός Βαγγέλη», κι αυτός θα της απάνταγε: «Δεν με έκαψε στη Νορμανδία, τώρα θα με κάψει;»


 
http://www.georgakopoulos.org/

Άγνωστος Στρατιώτης


Ο Άγνωστος στρατιώτης όχι άδικα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες μορφές μέσα στους διάφορους πολιτισμούς. Για αυτόν τον λόγο τα μνημεία που είναι αφιερωμένα σε αυτό το "πρόσωπο", είναι τα σημαντικότερα κάθε πόλης αλλά και κάθε χώρας. Στην Ελλάδα όμως ακόμα περισσότερο οι κάτοικοι της αισθάνονται έναν στενό δεσμό να τους συνδέει με τον Άγνωστο Στρατιώτη. Πως άλλωστε θα μπορούσε να συμβαίνει το αντίθετο αφού η ίδια η μορφή ουσιαστικά για τους Έλληνες είναι ένα μέλος της οικογένειας τους!

Η εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει είναι η χειρότερη από όλες όσες έχει ζήσει η χώρα μας. Διανύουμε την εποχή της αγνωμοσύνης, μια εποχή στην οποία πρέπει οι Έλληνες να μην γνωρίζουν ιστορία, να μην τους ενδιαφέρει η Ελλάδα. Τα παλαιά χρόνια σημείο αναφοράς ήταν όποιος είχε μέσα στην καρδιά του την Ελλάδα σήμερα όμως ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Η σύγχρονη εποχή επιβραβεύει όλους όσους φοράνε τα ρούχα της λήθης και βάζουν και μια μικρή σπρωξιά για τον κατήφορο. Είναι δυστυχώς άσχημο αλλά ισχύει και μπορούμε να το διαπιστώσουμε και από ένα μικρό παράδειγμα.

Όλοι οι Έλληνες αλλά και όλη η ανθρωπότητα διδάσκεται για το ποιος εμπνεύστηκε και δημιούργησε πρώτος αυτό το κορυφαίο μνημείο. Φυσικά όμως κανείς δεν διδάσκεται τα όσα έγραψε ο Θουκυδίδης στο έργο του "Περικλέους Επιτάφιος Λόγος":
᾿Εν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι ᾿Αθηναῖοι τῷ πατρίῳ νόμῳ χρώμενοι δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ πρώτων ἀποθανόντων τρόπῳ τοιῷδε. τὰ μὲν ὀστᾶ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες, καὶ ἐπιφέρει τῷ αὑτοῦ ἕκαστος ἤν τι βούληται· ἐπειδὰν δὲ ἡ ἐκφορὰ ᾖ, λάρνακας κυπαρισσίνας ἄγουσιν ἅμαξαι, φυλῆς ἑκάστης μίαν· ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν.


Μετάφραση: Κατά τη διάρκεια του Χειμώνα οι Αθηναίοι ακολουθώντας το Πατροπαράδοτο έθιμο έθαψαν δημοσία δαπάνη τους πρώτους πεσόντες του παρόντος πολέμου κατά τον ακόλουθο τρόπο. Κατασκευάζουν μια σκηνή, στην οποία εκθέτουν τα οστά των πεσόντων επί 3 ημέρες προ της ταφής και ο καθένας προσκομίζει για τον δικό του νεκρό ό,τι θέλει· κατά την ταφή δε δέκα λάρνακες από ξύλο Κυπαρισσιού, μια δηλαδή για κάθε φυλή, φέρονται με άμαξες· σε κάθε μια δε από τις λάρνακες αυτές τοποθετούνται τα οστά των ανηκόντων σε αυτή την φυλή. Φέρουν δε επί πλέον στα χέρια τους και ένα κενό φέρετρο σκεπασμένο με σάβανο για τους αφανείς, για όλους όσους δεν βρέθηκαν για να ενταφιαστούν.

Από αυτό το κείμενο και μόνο μπορεί κανείς να καταλάβει αμέσως πως η έννοια γεννήθηκε που αλλού, μα φυσικά στην αρχαία Ελλάδα. Οι ίδιοι οι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές όλων όσων δεν είχαν ενταφιασθεί βασανιζόντουσαν για αυτό και τα κενοτάφια είχαν τεράστιο συμβολισμό. Από αυτό μπορούμε να διαπιστώσουμε για ποιον λόγο οι σύγχρονοι Έλληνες αισθάνονται τον Άγνωστο Στρατιώτη σαν ένα δικό τους πρόσωπο. Είναι οι αρχαίοι δεσμοί που δένουν τις σχέσεις. Επί πλέον αυτό το μικρό καράβι γέννησε τεράστιες μορφές, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κατάφερε να ρίξει μια γροθιά στο φασιστικό καθεστώς της Γερμανίας κι είναι η πρώτη κι η μοναδική χώρα που κατάφερε κάτι τέτοιο. Συγκριτικά με το μέγεθος της η Ελλάδα είναι η χώρα που στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο είχε τις τρομακτικότερες απώλειες ενώ επίσης είναι η μοναδική που συμμετείχε σε τόσους πολέμους.

Γι' αυτό και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασίλειου θα πει μια φράση ιστορική και μοναδική κάτι που δεν είναι αξιοπερίεργο καθώς οι Έλληνες κατάφεραν με το θάρρος τους να γίνουν σύμβολα σε ολόκληρο τον κόσμο. "Δεν θα λέγεται ότι οι Έλληνες πολεμούν ως ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν ως Έλληνες".

Οι Έλληνες απέδειξαν πως είναι άξιοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων! Ο Άγνωστος Στρατιώτης λοιπόν δεν είναι ένα απλό πρόσωπο άλλωστε ποια ελληνική οικογένεια δεν έκλαψε τον δικό της ήρωα, ποια ελληνική οικογένεια δεν έχασε τον δικό της ήρωα. Η μορφή αυτή λοιπόν είναι ο δικός μας άνθρωπος, ο δικός μας ήρωας ο παππούς, ο πατέρας, ο αδερφός μας είναι αυτός που αγωνίστηκε για την ελευθερία που έχουμε σήμερα, είναι αυτός που στάθηκε ηρωικά απέναντι στον κάθε κατακτητή, είναι αυτός που χάθηκε στον πόλεμο έχοντας στην καρδιά του την Ελλάδα, είναι εκείνος που θυσίασε τα πάντα για την Ελλάδα είναι άγνωστος αλλά όχι ανώνυμος, είναι άγνωστος αλλά όχι απρόσιτος, είναι άγνωστος δηλαδή εμείς δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν ακριβώς αλλά του αποδίδουμε τις μεγαλύτερες τιμές, τον σεβασμό και όλη την αγάπη που διαθέτουμε διότι ξέρουμε το τεράστιο έργο και την μεγάλη ψυχή που είχε. Αυτό είναι ο Άγνωστος Στρατιώτης ένα τμήμα όχι μόνο της ιστορίας τηα Ελλάδας καθώς για την ελευθερία έπεσαν Έλληνες από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα, αλλά και ένα τμήμα από την δική μας καρδιά, κάτι το οποίο πρέπει οι Έλληνες να κρατάμε ζωντανό αν θέλουμε να πορευόμαστε με τις αρχές και τα ιδανικά που μας χάρισαν οι ένδοξοι πρόγονοι μας.

Οι σύγχρονοι Έλληνες λοιπόν συνεχίζουμε να τιμάμε, να αγαπάμε, να σεβόμαστε και να ευγνωμονούμε με όλη μας την ψυχή τον κάθε Άγνωστο Στρατιώτη και τον κάθε πρόγονο που προσέφερε στην Ελλάδα και πολέμησε για την ελευθερία της!


http://www.agnostosstratiotis.com/